ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4
4
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρεῖτις
1Ὅταν ὁ Κύριος ἔμαθε ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάνει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους μαθητὰς παρὰ ὁ Ἰωάννης — 2ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζε ἀλλὰ οἱ μαθηταί του — 3ἄφησε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 4Ἀλλ᾽ ἔπρεπε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν. 5Ἔρχεται λοιπὸν εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. 6Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. 7Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», 8διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. 9Ἡ Σαμαρεῖτις γυναῖκα τοῦ λέγει, «Πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;». Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας. 10Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». 11Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; 12Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του;». 13Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· 14ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον». 15Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχομαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ». 16Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ». 17Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη, «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, 18διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια». 19Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. 20Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός». 21Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. 22Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύουμε ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. 23Ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. 24Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά». 25Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός.Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὄλα». 26Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου». 27Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναῖκα, κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Τί ζητᾶς;» ἢ «Γιατί μιλᾶς μαζί της;». 28Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, 29«Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». 30Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ᾽ αὐτόν. 31Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ραββί,#4.31 5 Βλ. 1:38 φάγε». 32Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε». 33Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους, «Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;». 34Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργον του. 35Δὲν λέτε, «Τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται»; Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. 36Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. 37Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. 38Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους». 39Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τῆς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναίκας: «Μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». 40Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. 41Καὶ πολλοὶ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, 42εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Θεραπεία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀξιωματούχου τοῦ βασιλέως εἰς τὴν Γαλιλαίαν
43Ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἔφυγε ἀπ᾽ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 44Διότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐπιστοποίησεν ὅτι προφήτης δὲν ἀπολαύει τιμῆς εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα. 45Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ἐδέχθησαν οἱ Γαλιλαῖοι, ἐπειδὴ εἶχαν ἰδῆ ὅλα ὅσα ἔκανε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτήν, διότι εἶχαν μεταβῆ καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν ἑορτήν. 46Ἦλθε λοιπὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας ὅπου ἔκανε τὸ νερὸ κρασί. Ἐκεῖ ἦτο κάποιος ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλέως, τοῦ ὁποίου τὸ παιδὶ ἦτο ἄρρωστο εἰς τὴν Καπερναούμ. 47Ὅταν αὐτὸς ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐπῆγε εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ κατέβῃ καὶ θεραπεύσῃ τὸ παιδί του, διότι ἐκινδύνευε νὰ πεθάνῃ. 48Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν δὲν ἰδῆτε θαύματα καὶ τέρατα, δὲν θὰ πιστέψετε». 49Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλέως, «Κύριε, κατέβα πρὶν πεθάνῃ τὸ παιδί μου». 50Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Πήγαινε, τὸ παιδί σου ζῆ». Καὶ ἐπίστεψε ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν λόγον ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔφυγε. 51Ἐνῷ δὲ κατέβαινε τὸν δρόμον, τὸν συνήντησαν οἱ δοῦλοι του καὶ τοῦ εἶπαν, «Τὸ παιδί σου ζῆ». 52Τοὺς ἐρώτησε τὴν ὥραν ποὺ ἔγινε καλύτερα. Καὶ τοῦ εἶπαν, «Χθὲς εἰς τὰς ἑπτὰ τὸν ἄφησε ὁ πυρετός». 53Κατάλαβε λοιπὸν ὁ πατέρας ὅτι τὴν ὥραν ἐκείνην ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ παιδί σου ζῆ», ἐθεραπεύθηκε καὶ ἐπίστεψε αὐτὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του. 54Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Currently Selected:
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4: NTV
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4
4
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Σαμαρεῖτις
1Ὅταν ὁ Κύριος ἔμαθε ὅτι οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἀκούσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς κάνει καὶ βαπτίζει περισσοτέρους μαθητὰς παρὰ ὁ Ἰωάννης — 2ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐβάπτιζε ἀλλὰ οἱ μαθηταί του — 3ἄφησε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἐπῆγε πάλιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 4Ἀλλ᾽ ἔπρεπε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν. 5Ἔρχεται λοιπὸν εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. 6Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. 7Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», 8διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. 9Ἡ Σαμαρεῖτις γυναῖκα τοῦ λέγει, «Πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις;». Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας. 10Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, «Δός μου νὰ πιῶ», σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». 11Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; 12Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του;». 13Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· 14ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον». 15Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχομαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ». 16Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ». 17Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη, «Δὲν ἔχω ἄνδρα». Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, 18διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια». 19Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. 20Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός». 21Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς, «Πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. 22Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύουμε ἐκεῖνο ποὺ ξέρομε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. 23Ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. 24Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά». 25Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα, «Ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός.Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὄλα». 26Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου». 27Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναῖκα, κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε, «Τί ζητᾶς;» ἢ «Γιατί μιλᾶς μαζί της;». 28Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, 29«Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;». 30Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ᾽ αὐτόν. 31Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ραββί,#4.31 5 Βλ. 1:38 φάγε». 32Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε». 33Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους, «Μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ;». 34Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργον του. 35Δὲν λέτε, «Τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται»; Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. 36Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. 37Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. 38Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους». 39Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τῆς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναίκας: «Μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». 40Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. 41Καὶ πολλοὶ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, 42εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν, «Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Θεραπεία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀξιωματούχου τοῦ βασιλέως εἰς τὴν Γαλιλαίαν
43Ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἔφυγε ἀπ᾽ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 44Διότι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ἐπιστοποίησεν ὅτι προφήτης δὲν ἀπολαύει τιμῆς εἰς τὴν ἰδιαιτέραν του πατρίδα. 45Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ἐδέχθησαν οἱ Γαλιλαῖοι, ἐπειδὴ εἶχαν ἰδῆ ὅλα ὅσα ἔκανε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτήν, διότι εἶχαν μεταβῆ καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν ἑορτήν. 46Ἦλθε λοιπὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας ὅπου ἔκανε τὸ νερὸ κρασί. Ἐκεῖ ἦτο κάποιος ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλέως, τοῦ ὁποίου τὸ παιδὶ ἦτο ἄρρωστο εἰς τὴν Καπερναούμ. 47Ὅταν αὐτὸς ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐπῆγε εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ κατέβῃ καὶ θεραπεύσῃ τὸ παιδί του, διότι ἐκινδύνευε νὰ πεθάνῃ. 48Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν δὲν ἰδῆτε θαύματα καὶ τέρατα, δὲν θὰ πιστέψετε». 49Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ ἀξιωματοῦχος τοῦ βασιλέως, «Κύριε, κατέβα πρὶν πεθάνῃ τὸ παιδί μου». 50Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Πήγαινε, τὸ παιδί σου ζῆ». Καὶ ἐπίστεψε ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν λόγον ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔφυγε. 51Ἐνῷ δὲ κατέβαινε τὸν δρόμον, τὸν συνήντησαν οἱ δοῦλοι του καὶ τοῦ εἶπαν, «Τὸ παιδί σου ζῆ». 52Τοὺς ἐρώτησε τὴν ὥραν ποὺ ἔγινε καλύτερα. Καὶ τοῦ εἶπαν, «Χθὲς εἰς τὰς ἑπτὰ τὸν ἄφησε ὁ πυρετός». 53Κατάλαβε λοιπὸν ὁ πατέρας ὅτι τὴν ὥραν ἐκείνην ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Τὸ παιδί σου ζῆ», ἐθεραπεύθηκε καὶ ἐπίστεψε αὐτὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του. 54Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Currently Selected:
:
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in