ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 24
24
Ὁ κενὸς τάφος
1Ἀλλὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, πρὶν ἀκόμη χαράξῃ, ἦλθαν εἰς τὸ μνῆμα καὶ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει καὶ μαζί τους ἦσαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2Ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ ἀπὸ τὸ μνῆμα, 3ἐμπῆκαν μέσα, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4Καὶ ἐνῷ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν γι᾽ αὐτό, ἐμφανίσθηκαν εἰς αὐτὰς δύο ἄνδρες μὲ ἐνδύματα ἀστραφτερά. 5Αὐταὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον καὶ ἔσκυβαν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, οἱ δὲ ἄνδρες τοὺς εἶπαν, «Γιατί ζητᾶτε τὸν ζωντανὸν μεταξὺ τῶν νεκρῶν; 6Δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλ᾽ ἀναστήθηκε· θυμηθῆτε τί σᾶς εἶπε, ἐνῷ ἤτανε ἀκόμη εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 7ὅτι πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῇ σὲ χέρια ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ σταυρωθῇ, καὶ τὴν τρὶτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ». 8Καὶ ἐθυμήθηκαν τὰ λόγια του, 9καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ἕνδεκα καὶ εἰς ὅλους τοὺς λοιπούς. 10Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαί, ποὺ ἦσαν μαζί τους, εἶναι αἱ γυναῖκες ποὺ εἶπαν αὐτὰ εἰς τοὺς ἀποστόλους. 11Ἀλλὰ τὰ λόγια τους ἐφάνησαν εἰς αὐτοὺς σὰν ἀνοησίες καὶ δὲν τὰς ἐπίστεψαν. 12Ὁ Πέτρος ὅμως ἐσηκώθηκε καὶ ἔτρεξε εἰς τὸ μνῆμα καὶ ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μὸνον τὰ σάβανα καὶ ἐπῆγε σπίτι του θαυμάζων διὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς
13Τὴν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐπήγαιναν σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ ἀπεῖχε ἑξῆντα στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠνομάζετο Ἐμμαούς. 14Καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους δι᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα. 15Καὶ ἐνῷ ἐμιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος τοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐβάδιζε μαζί τους. 16Ἀλλὰ κάτι ἐκρατοῦσε τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. 17Τοὺς ἐρώτησε, «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ συζητεῖτε μεταξύ σας κατὰ τὴν πορείαν καὶ γιατί εἶσθε σκυθρωποί;». 18Ὁ ἕνας, ὁ ὀνομαζόμενος Κλεώπας, τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ αὐτὰς τὰς ἡμέρας;». 19Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ποιά;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο προφήτης δυνατὸς εἰς ἔργα καὶ λόγους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ 20καὶ πῶς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας τὸν παρέδωκαν νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. 21Ἐμεῖς δὲ ἐλπίζαμεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ μέλλει νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ σὰν νὰ μὴ ἦτο αὐτὸ ἀρκετόν, εἶναι σήμερα ἡ τρίτη ἡμέρα ἀφ᾽ ὅτου συνέβησαν αὐτά. 22Καὶ μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον μας μᾶς ἐξέπληξαν· ἐπῆγαν πολὺ πρωῒ εἰς τὸ μνῆμα 23ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμά του καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἔλεγαν ὅτι εἶδαν καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς ζῆ. 24Ἐπῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί μας εἰς τὸ μνῆμα καὶ τὸ εὑρῆκαν ὅπως εἶχαν πῆ αἱ γυναῖκες, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν». 25Αὐτὸς τὸτε τοὺς εἶπε, «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδύνοοι εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται! 26Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του;». 27Ὕστερα ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν καὶ ὅλους τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἑρμήνευε ὅσα ἀνεφέροντο γι᾽ αὐτὸν εἰς ὅλας τὰς γραφάς. 28Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ εἰς τὸ ὁποῖον ἐπήγαιναν, αὐτὸς δὲ προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει μακρύτερα. 29Ἀλλὰ τὸν ἐπίεζαν καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει ἡ ἑσπέρα, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι σχεδὸν εἰς τὸ τέλος». Καὶ ἐμπῆκε διὰ νὰ μείνῃ μαζί τους. 30Ὅταν ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι μαζί τους, ἐπῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε τοὺς τὸ ἔδωκε. 31Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος. 32Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;». 33Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι 34καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα. 35Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀποστόλους
36Ἐνῷ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη ὑμῖν». 37Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα. 38Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατί ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας; 39Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ». 40Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του. 41Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν χαράν τους ἀκόμη δὲν ἐπίστευαν καὶ ἦσαν κατάπληκτοι τοὺς εἶπε, «Ἔχετε τίποτε φαγώσιμον ἐδῶ;». 42Τοῦ ἔδωκαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ ψητὸ ψάρι καὶ κηρήθραν ἀπὸ μέλι, 43αὐτὸς τὰ ἐπῆρε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. 44Καὶ ὕστερα τοὺς εἶπε, «Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σᾶς εἶπα, ἐνῷ ἤμουν ἀκόμη μαζί σας, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα, ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, εἰς τοὺς Προφήτας καὶ εἰς τοὺς Ψαλμοὺς γιὰ μένα». 45Τότε τοὺς ἄνοιξε τὸν νοῦν νὰ καταλάβουν τὰς γραφάς, 46καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔτσι εἶναι γραμμένον καὶ ἔτσι ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτην ἡμέραν, 47καὶ νὰ κηρυχθῇ εἰς τὸ ὄνομά του μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτιῶν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἀρχίζοντες ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 48Σεῖς εἶσθε μάρτυρες αὐτῶν τῶν πραγμάτων. 49Καὶ ἰδού, ἐγὼ στέλλω σ᾽ ἐσᾶς ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου· σεῖς δὲ καθῆστε εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἕως ὅτου ἐνδυθῆτε δύναμιν ἐξ ὕψους».
Ἡ Ἀνάληψις
50Τοὺς ὡδήγησε δὲ ἔξω ἕως τὴν Βηθανίαν καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ χέρια του τοὺς εὐλόγησε. 51Καὶ ἐνῷ τοὺς εὐλογοῦσε, ἀποχωρίσθηκε ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐφέρετο ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. 52Αὐτοὶ τὸν προσκύνησαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλην χαράν, 53καὶ ἦσαν πάντοτε εἰς τὸν ναόν, δοξολογοῦντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
Currently Selected:
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 24: NTV
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 24
24
Ὁ κενὸς τάφος
1Ἀλλὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, πρὶν ἀκόμη χαράξῃ, ἦλθαν εἰς τὸ μνῆμα καὶ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει καὶ μαζί τους ἦσαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2Ἐπειδὴ εἶδαν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ ἀπὸ τὸ μνῆμα, 3ἐμπῆκαν μέσα, ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4Καὶ ἐνῷ εὑρίσκοντο εἰς ἀπορίαν γι᾽ αὐτό, ἐμφανίσθηκαν εἰς αὐτὰς δύο ἄνδρες μὲ ἐνδύματα ἀστραφτερά. 5Αὐταὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον καὶ ἔσκυβαν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, οἱ δὲ ἄνδρες τοὺς εἶπαν, «Γιατί ζητᾶτε τὸν ζωντανὸν μεταξὺ τῶν νεκρῶν; 6Δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλ᾽ ἀναστήθηκε· θυμηθῆτε τί σᾶς εἶπε, ἐνῷ ἤτανε ἀκόμη εἰς τὴν Γαλιλαίαν, 7ὅτι πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῇ σὲ χέρια ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ σταυρωθῇ, καὶ τὴν τρὶτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ». 8Καὶ ἐθυμήθηκαν τὰ λόγια του, 9καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ἕνδεκα καὶ εἰς ὅλους τοὺς λοιπούς. 10Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαί, ποὺ ἦσαν μαζί τους, εἶναι αἱ γυναῖκες ποὺ εἶπαν αὐτὰ εἰς τοὺς ἀποστόλους. 11Ἀλλὰ τὰ λόγια τους ἐφάνησαν εἰς αὐτοὺς σὰν ἀνοησίες καὶ δὲν τὰς ἐπίστεψαν. 12Ὁ Πέτρος ὅμως ἐσηκώθηκε καὶ ἔτρεξε εἰς τὸ μνῆμα καὶ ὅταν ἔσκυψε, εἶδε μὸνον τὰ σάβανα καὶ ἐπῆγε σπίτι του θαυμάζων διὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τὴν ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς
13Τὴν ἴδια ἡμέρα δύο ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐπήγαιναν σ᾽ ἕνα χωριὸ ποὺ ἀπεῖχε ἑξῆντα στάδια ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠνομάζετο Ἐμμαούς. 14Καὶ μιλοῦσαν μεταξύ τους δι᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ συμβάντα. 15Καὶ ἐνῷ ἐμιλοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος τοὺς ἐπλησίασε καὶ ἐβάδιζε μαζί τους. 16Ἀλλὰ κάτι ἐκρατοῦσε τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. 17Τοὺς ἐρώτησε, «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ συζητεῖτε μεταξύ σας κατὰ τὴν πορείαν καὶ γιατί εἶσθε σκυθρωποί;». 18Ὁ ἕνας, ὁ ὀνομαζόμενος Κλεώπας, τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ μόνος ποὺ κατοικεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ αὐτὰς τὰς ἡμέρας;». 19Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ποιά;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ὁ ὁποῖος ἦτο προφήτης δυνατὸς εἰς ἔργα καὶ λόγους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ 20καὶ πῶς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντές μας τὸν παρέδωκαν νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον καὶ τὸν ἐσταύρωσαν. 21Ἐμεῖς δὲ ἐλπίζαμεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ μέλλει νὰ λυτρώσῃ τὸν Ἰσραήλ. Καὶ σὰν νὰ μὴ ἦτο αὐτὸ ἀρκετόν, εἶναι σήμερα ἡ τρίτη ἡμέρα ἀφ᾽ ὅτου συνέβησαν αὐτά. 22Καὶ μερικὲς γυναῖκες ἀπὸ τὸν κύκλον μας μᾶς ἐξέπληξαν· ἐπῆγαν πολὺ πρωῒ εἰς τὸ μνῆμα 23ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τὸ σῶμά του καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ἔλεγαν ὅτι εἶδαν καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι αὐτὸς ζῆ. 24Ἐπῆγαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί μας εἰς τὸ μνῆμα καὶ τὸ εὑρῆκαν ὅπως εἶχαν πῆ αἱ γυναῖκες, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν». 25Αὐτὸς τὸτε τοὺς εἶπε, «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδύνοοι εἰς τὸ νὰ πιστεύετε εἰς ὅλα ὅσα ἐλάλησαν οἱ προφῆται! 26Δὲν ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν δόξαν του;». 27Ὕστερα ἄρχισε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν καὶ ὅλους τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἑρμήνευε ὅσα ἀνεφέροντο γι᾽ αὐτὸν εἰς ὅλας τὰς γραφάς. 28Καὶ ἐπλησίασαν εἰς τὸ χωριὸ εἰς τὸ ὁποῖον ἐπήγαιναν, αὐτὸς δὲ προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει μακρύτερα. 29Ἀλλὰ τὸν ἐπίεζαν καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Μεῖνε μαζί μας, διότι πλησιάζει ἡ ἑσπέρα, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι σχεδὸν εἰς τὸ τέλος». Καὶ ἐμπῆκε διὰ νὰ μείνῃ μαζί τους. 30Ὅταν ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι μαζί τους, ἐπῆρε τὸ ψωμί, τὸ εὐλόγησε καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε τοὺς τὸ ἔδωκε. 31Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος. 32Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;». 33Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι 34καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα. 35Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀποστόλους
36Ἐνῷ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη ὑμῖν». 37Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα. 38Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατί ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας; 39Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ». 40Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του. 41Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν χαράν τους ἀκόμη δὲν ἐπίστευαν καὶ ἦσαν κατάπληκτοι τοὺς εἶπε, «Ἔχετε τίποτε φαγώσιμον ἐδῶ;». 42Τοῦ ἔδωκαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ ψητὸ ψάρι καὶ κηρήθραν ἀπὸ μέλι, 43αὐτὸς τὰ ἐπῆρε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. 44Καὶ ὕστερα τοὺς εἶπε, «Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σᾶς εἶπα, ἐνῷ ἤμουν ἀκόμη μαζί σας, ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα, ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, εἰς τοὺς Προφήτας καὶ εἰς τοὺς Ψαλμοὺς γιὰ μένα». 45Τότε τοὺς ἄνοιξε τὸν νοῦν νὰ καταλάβουν τὰς γραφάς, 46καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔτσι εἶναι γραμμένον καὶ ἔτσι ἔπρεπε ὁ Χριστὸς νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτην ἡμέραν, 47καὶ νὰ κηρυχθῇ εἰς τὸ ὄνομά του μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτιῶν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη ἀρχίζοντες ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. 48Σεῖς εἶσθε μάρτυρες αὐτῶν τῶν πραγμάτων. 49Καὶ ἰδού, ἐγὼ στέλλω σ᾽ ἐσᾶς ὅ,τι ὑποσχέθηκε ὁ Πατέρας μου· σεῖς δὲ καθῆστε εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλὴμ ἕως ὅτου ἐνδυθῆτε δύναμιν ἐξ ὕψους».
Ἡ Ἀνάληψις
50Τοὺς ὡδήγησε δὲ ἔξω ἕως τὴν Βηθανίαν καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ χέρια του τοὺς εὐλόγησε. 51Καὶ ἐνῷ τοὺς εὐλογοῦσε, ἀποχωρίσθηκε ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ ἐφέρετο ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν. 52Αὐτοὶ τὸν προσκύνησαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ μεγάλην χαράν, 53καὶ ἦσαν πάντοτε εἰς τὸν ναόν, δοξολογοῦντες καὶ εὐχαριστοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.
Currently Selected:
:
Highlight
Share
Copy
Want to have your highlights saved across all your devices? Sign up or sign in