Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

Α΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ΄) 3:1-28

Α΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ΄) 3:1-28 TGV

Ο Σολομών έγινε γαμπρός του Φαραώ, βασιλιά της Αιγύπτου, παίρνοντας γυναίκα την κόρη του. Την έφερε στην Πόλη Δαβίδ, ώσπου να τελειώσει το χτίσιμο του ανακτόρου του και το χτίσιμο του ναού του Κυρίου και των τειχών της Ιερουσαλήμ. Ο λαός όμως θυσίαζε στους διάφορους ιερούς τόπους, γιατί δεν είχε ως τότε χτιστεί ναός προς τιμήν του Κυρίου. Ο Σολομών αγαπούσε τον Κύριο και τηρούσε τα προστάγματα του Δαβίδ, του πατέρα του. Πρόσφερε βέβαια και ο ίδιος θυσίες και θυμίαμα στους ιερούς τόπους. Κάποτε ο βασιλιάς πήγε στη Γαβαών να θυσιάσει εκεί, γιατί ήταν πολύ σπουδαίος εκείνος ο ιερός τόπος. Χίλια ολοκαυτώματα πρόσφερε ο Σολομών στο θυσιαστήριο εκείνο. Τη νύχτα, εκεί στη Γαβαών, του παρουσιάστηκε ο Κύριος, ο Θεός, σε όνειρο και του είπε: «Ζήτησέ μου τι θέλεις να σου δώσω». Ο Σολομών απάντησε: «Κύριε, εσύ έδειξες μεγάλη αγάπη στο δούλο σου το Δαβίδ, τον πατέρα μου, γιατί έζησε με πιστότητα, δικαιοσύνη και ειλικρίνεια απέναντί σου. Αυτή σου την αγάπη την εκδήλωσες με το να του δώσεις έναν γιο που να τον διαδεχτεί στο θρόνο, όπως συμβαίνει σήμερα. Και τώρα, Κύριε Θεέ μου, εσύ έκανες βασιλιά εμένα το δούλο σου στη θέση εκείνου, παρ’ όλο που εγώ είμαι πολύ νέος και δεν ξέρω να κυβερνώ. Ο δούλος σου βρέθηκα επικεφαλής του εκλεκτού λαού σου, ενός λαού τόσο πολυάριθμου, που δεν είναι δυνατόν να καταμετρηθεί. Δώσε μου, λοιπόν Κύριε, τη σοφία που χρειάζομαι για να διοικώ το λαό σου και να διακρίνω τι είναι καλό και τι κακό γι’ αυτούς, γιατί χωρίς αυτήν την ικανότητα, ποιος θα μπορούσε να κυβερνήσει αυτόν το λαό σου, τον τόσο πολυπληθή;» Ο Κύριος ευχαριστήθηκε με το αίτημα του βασιλιά Σολομώντα, και του είπε: «Επειδή δεν ζήτησες μακροβιότητα ούτε πλούτο ούτε το θάνατο των εχθρών σου, αλλά μου ζήτησες την ικανότητα να κυβερνάς με σοφία και δικαιοσύνη, γι’ αυτό κι εγώ, όπως μου ζήτησες, θα σου δώσω σοφία και γνώση, όση κανένας δεν είχε πριν από σένα ούτε μετά από σένα θα έχει. Κι επιπλέον σου δίνω όσα δε ζήτησες: πλούτο και δόξα, ώστε να μην υπάρξει κανένας σαν κι εσένα ανάμεσα στους άλλους βασιλιάδες, όσο θα ζεις. Κι αν ακολουθείς το θέλημά μου και τηρείς τους νόμους μου και τις εντολές μου, όπως ο πατέρας σου ο Δαβίδ, θα αυξήσω και τα χρόνια της ζωής σου». Έπειτα ο Σολομών ξύπνησε και όλα ήταν όνειρο. Γύρισε στην Ιερουσαλήμ και παρουσιάστηκε μπροστά στην κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου· μετά πρόσφερε ολοκαυτώματα και θυσίες κοινωνίας και τέλος κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους δούλους του. Μια μέρα ήρθαν και παρουσιάστηκαν μπροστά στο βασιλιά δυο πόρνες. Η πρώτη είπε: «Άκουσε, κύριέ μου: Εγώ και η γυναίκα αυτή μένουμε στο ίδιο σπίτι. Όταν γέννησα ήταν κι αυτή στο σπίτι. Την τρίτη μέρα από τότε που γέννησα εγώ, γέννησε κι αυτή. Κατοικούσαμε μαζί· δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι εκτός από μας τις δυο. Μια νύχτα, καθώς αυτή η γυναίκα κοιμόταν, πλάκωσε το γιο της και το μωρό πέθανε. Τότε σηκώθηκε μέσα στη νύχτα, ενώ εγώ κοιμόμουν, πήρε το γιο μου από το πλευρό μου κι έβαλε στη θέση του τον δικό της, που ήταν νεκρός, και το δικό μου παιδί το πήρε αυτή. Όταν σηκώθηκα το πρωί να θηλάσω το παιδί, ήταν πεθαμένο. Αλλά όταν το κοίταξα προσεκτικά στο φως, είδα πως δεν ήταν αυτός ο γιος μου που είχα γεννήσει». Τότε η άλλη γυναίκα φώναξε: «Όχι, ο δικός μου γιος είναι ο ζωντανός και ο δικός σου είναι ο νεκρός». Αλλά η πρώτη ξαναείπε: «Όχι, ο δικός σου γιος είναι ο νεκρός κι ο δικός μου είναι ο ζωντανός». Έτσι φιλονικούσαν μπροστά στο βασιλιά. Τότε είπε ο βασιλιάς: «Η μια σας λέει: “ο δικός μου γιος είναι ο ζωντανός και ο δικός σου είναι ο νεκρός” και η άλλη λέει: “όχι, ο δικός σου γιος είναι ο νεκρός και ο δικός μου είναι ο ζωντανός”. Φέρτε μου εδώ ένα σπαθί», πρόσταξε. Του έφεραν το σπαθί και είπε: «Μοιράστε το ζωντανό παιδί στα δύο, και δώστε το μισό στη μία και το μισό στην άλλη». Τότε, η γυναίκα που είχε το ζωντανό παιδί, ένιωσε τα σπλάχνα της να ταράζονται για το γιο της και είπε στο βασιλιά: «Αχ, κύριέ μου! Δώστε σ’ αυτήν το παιδί και μην το σκοτώνετε». Η άλλη όμως έλεγε: «Μοιράστε το, μοιράστε το! Έτσι δε θ’ ανήκει ούτε σ’ εμένα ούτε σ’ εκείνη». Τότε αποκρίθηκε ο βασιλιάς και είπε: «Δώστε στην πρώτη γυναίκα το παιδί και μην της το σκοτώνετε· αυτή είναι η μάνα του». Όλοι οι Ισραηλίτες έμαθαν πώς έκρινε ο βασιλιάς και αισθάνθηκαν σεβασμό γι’ αυτόν. Κατάλαβαν ότι ο Θεός τού είχε δώσει σοφία, η οποία τον κατεύθυνε να αποδίδει το δίκαιο.