ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 10
10
Ἀποστολὴ καὶ ἐπάνοδος τῶν ἑβδομῆντα ἀποστόλων
1Ὕστερα ὁ Κύριος ἐδιάλεξε καὶ ἄλλους ἑβδομῆντα καὶ τοὺς ἔστειλε ἀνὰ δύο πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν εἰς κάθε πόλιν καὶ τόπον, ἀπὸ ὅπου ἔμελλε νὰ περάσῃ. 2Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι πολὺς ἀλλ᾽ οἱ ἐργάται εἶναι λίγοι. Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Κύριον τοῦ θερισμοῦ νὰ στείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν του. 3Πηγαίνετε· σᾶς στέλλω σὰν ἀρνιὰ μεταξὺ λύκων. 4Μὴ βαστάζετε βαλάντιον οὔτε σάκκον, οὔτε ὑποδήματα καὶ μὴ χαιρετήσετε εἰς τὸν δρόμον κανένα. 5Εἰς ὅποιο δὲ τυχὸν σπίτι μπαίνετε, πρῶτα νὰ λέτε, «Εἰρήνη εἰς τὸ σπίτι αὐτό». 6Καὶ ἂν ὑπάρχῃ ἐκεῖ εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, ἡ εἰρήνη σας θὰ μείνῃ σ᾽ αὐτόν, ἀλλοιῶς θὰ γυρίσῃ σ᾽ἐσᾶς. 7Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ σπίτι νὰ μένετε καὶ νὰ τρῶτε καὶ νὰ πίνετε ὅ,τι σᾶς παραθέτουν, διότι τοῦ ἀξίζει τοῦ ἐργάτη ὁ μισθός του. Μὴ πηγαίνετε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. 8Καὶ εἰς ὅποιαν πόλιν μπαίνετε καὶ σᾶς δέχονται, νὰ τρῶτε ἐκεῖνα ποὺ σᾶς παραθέτουν 9καὶ νὰ θεραπεύετε τοὺς ἐκεῖ ἀσθενεῖς καὶ νὰ τοὺς λέτε, «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦρθε πλησίον σας». 10Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν μπῆτε καὶ δὲν σᾶς δέχονται, τότε νὰ βγῆτε εἰς τὶς πλατεῖες της καὶ νὰ πῆτε, 11«Καὶ τὴν σκόνην ἀπὸ τὴν πόλιν σας, ποὺ ἐκόλλησε εἰς τὰ πόδια μας, θὰ τὴν τινάξωμεν ἐναντίον σας· ἀλλὰ νὰ ξέρετε τοῦτο: ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦλθε πλησίον σας». 12Σᾶς λέγω, ὅτι τὴν Ἡμέραν ἐκείνην θὰ ὑποφέρουν ὀλιγώτερον τὰ Σόδομα παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη. 13Ἀλλοίμονον σ᾽ ἐσέ, Χοραζίν, ἀλλοίμονον σ᾽ἐσέ, Βηθσαϊδά, διότι ἐὰν εἶχαν γίνει εἰς τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν σ᾽ ἐσᾶς, θὰ εἶχαν μετανοήσει πρὸ πολλοῦ, καθήμεναι μὲ σάκκον καὶ στάκτην. 14Ἀλλ᾽ ἡ Τύρος καὶ ἡ Σιδὼν θὰ ὑποφέρουν ὀλιγώτερον κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ σεῖς. 15Καὶ σύ, Καπερναούμ, ποὺ ὑψώθηκες ἕως τὸν οὐρανόν, θὰ κατεβῇς ἕως τὸν ᾍδην. 16Ὅποιος σᾶς ἀκούει, ἀκούει ἐμέ, καὶ ὅποιος σᾶς ἀπορρίπτει, ἀπορρίπτει ἐμέ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἀπορρίπτει ἐμέ, ἀπορρίπτει ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε». 17Οἱ ἑβδομῆντα ἐπέστρεψαν μὲ χαρὰν καὶ εἶπαν, «Κύριε, ἀκόμη καὶ τὰ δαιμόνια μᾶς ὑποτάσσονται εἰς τὸ ὄνομά σου». 18Αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ἔβλεπα τὸν Σατανᾶν νὰ πέφτῃ σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 19Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσίαν νὰ πατᾶτε ἐπάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ ἐπάνω σ᾽ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καὶ τίποτε δὲν θὰ σᾶς βλάψῃ. 20Καὶ ὅμως, μὴ χαίρετε διὰ τὸ ὅτι σᾶς ὑποτάσσονται τὰ πνεύματα, ἀλλὰ νὰ χαίρετε, διότι τὰ ὀνόματά σας εἶναι γραμμένα εἰς τοὺς οὐρανούς».
Εὐχαριστία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
21Ἐκείνην τὴν ὥραν αἰσθάνθηκε ὁ Ἰησοῦς μέσα του ἀγαλλίασιν καὶ εἶπε, «Σὲ δοξάζω, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, διότι ἔκρυψες αὐτὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ εὐφυεῖς καὶ τὰ ἐφανέρωσες σὲ νήπια. Ναί, Πατέρα, διότι αὐτὸ ἦτο τὸ θέλημά σου. 22Ὅλα μοῦ ἔχουν παραδοθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Υἱὸς παρὰ ὁ Πατέρας, καὶ ποιός εἶναι ὁ Πατέρας παρὰ ὁ Υἱὸς καὶ ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ τὸν ἀποκαλύψῃ». 23Καὶ ἐστράφηκε πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε ἰδιαιτέρως, «Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ ποὺ βλέπουν ὅσα βλέπετε. 24Διότι σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν νὰ ἰδοῦν ἐκεῖνα ποὺ βλέπετε σεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν, καὶ νὰ ἀκούσουν ἐκεῖνα ποὺ ἀκοῦτε σεῖς καὶ δὲν τὰ ἄκουσαν».
Πῶς ἀποκτᾶται ἡ αἰώνιος ζωή
25῞Ενας νομικὸς ἐσηκώθηκε μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν πειράξῃ καὶ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;». 26Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Εἰς τὸν νόμον τί εἶναι γραμμένον; Τί διαβάζεις;». 27Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου». 28«Ὀρθὰ ἀποκρίθηκες», εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «κάνε αὐτὸ καὶ θὰ ζήσῃς». 29Ἐκεῖνος ὅμως ἤθελε νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Καὶ ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;».
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου
30Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε, «Κάποιος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ληστάς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἐτραυμάτισαν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον. 31Κατὰ σύμπτωσιν ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον ἀλλ᾽ ὅταν τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. 32Ὁμοίως καὶ ἕνας Λευΐτης, ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν τόπον καὶ τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. 33Ἕνας ὅμως Σαμαρείτης, ἐνῷ ἐβάδιζε, ἔφθασε κοντά του καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν σπλαγχνίσθηκε. 34Τὸν ἐπλησίασε, ἔδεσε τὰ τραύματά του, ἀφοῦ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασί, τὸν ἀνέβασε εἰς τὸ δικό του ζῶον καὶ τὸν ἔφερε εἰς ἕνα ξενοδοχεῖον καὶ τὸν περιποιήθηκε. 35Ὅταν ἔφυγε, τὴν ἑπόμενην ἡμέραν, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε, «Περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι δήποτε δαπανήσῃς ἐπὶ πλέον, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώσω ὅταν ἐπιστρέψω». 36Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ποιός σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε πλησίον εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε εἰς τοὺς ληστάς;». 37Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνίαν». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο».
Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία
38Κατὰ μίαν πορείαν τους, αὐτὸς ἐμπῆκε εἰς ἕνα χωριό. Μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑποδέχθηκε εἰς τὸ σπίτι της. 39Αὐτὴ εἶχε ἀδελφὴν ποὺ ὠνομάζετο Μαρία, ἡ ὁποία ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε ὅσα ἔλεγε. 40Ἀλλ᾽ ἡ Μάρθα ἦτο ἀπησχολημένη μὲ πολλὴν ὑπηρεσίαν καὶ ἐπλησίασε καὶ εἶπε, «Κύριε, δὲν σὲ μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνην νὰ ὑπηρετῶ; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ». 41Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀνησυχεῖς διὰ πολλὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖον. 42Ἡ Μαρία ἐδιάλεξε τὴν καλὴν μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ».
Επιλέχθηκαν προς το παρόν:
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 10: NTV
Επισημάνσεις
Κοινοποίηση
Αντιγραφή
Θέλετε να αποθηκεύονται οι επισημάνσεις σας σε όλες τις συσκευές σας; Εγγραφείτε ή συνδεθείτε
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 10
10
Ἀποστολὴ καὶ ἐπάνοδος τῶν ἑβδομῆντα ἀποστόλων
1Ὕστερα ὁ Κύριος ἐδιάλεξε καὶ ἄλλους ἑβδομῆντα καὶ τοὺς ἔστειλε ἀνὰ δύο πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν εἰς κάθε πόλιν καὶ τόπον, ἀπὸ ὅπου ἔμελλε νὰ περάσῃ. 2Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι πολὺς ἀλλ᾽ οἱ ἐργάται εἶναι λίγοι. Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Κύριον τοῦ θερισμοῦ νὰ στείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν του. 3Πηγαίνετε· σᾶς στέλλω σὰν ἀρνιὰ μεταξὺ λύκων. 4Μὴ βαστάζετε βαλάντιον οὔτε σάκκον, οὔτε ὑποδήματα καὶ μὴ χαιρετήσετε εἰς τὸν δρόμον κανένα. 5Εἰς ὅποιο δὲ τυχὸν σπίτι μπαίνετε, πρῶτα νὰ λέτε, «Εἰρήνη εἰς τὸ σπίτι αὐτό». 6Καὶ ἂν ὑπάρχῃ ἐκεῖ εἰρηνικὸς ἄνθρωπος, ἡ εἰρήνη σας θὰ μείνῃ σ᾽ αὐτόν, ἀλλοιῶς θὰ γυρίσῃ σ᾽ἐσᾶς. 7Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ σπίτι νὰ μένετε καὶ νὰ τρῶτε καὶ νὰ πίνετε ὅ,τι σᾶς παραθέτουν, διότι τοῦ ἀξίζει τοῦ ἐργάτη ὁ μισθός του. Μὴ πηγαίνετε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι. 8Καὶ εἰς ὅποιαν πόλιν μπαίνετε καὶ σᾶς δέχονται, νὰ τρῶτε ἐκεῖνα ποὺ σᾶς παραθέτουν 9καὶ νὰ θεραπεύετε τοὺς ἐκεῖ ἀσθενεῖς καὶ νὰ τοὺς λέτε, «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦρθε πλησίον σας». 10Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν μπῆτε καὶ δὲν σᾶς δέχονται, τότε νὰ βγῆτε εἰς τὶς πλατεῖες της καὶ νὰ πῆτε, 11«Καὶ τὴν σκόνην ἀπὸ τὴν πόλιν σας, ποὺ ἐκόλλησε εἰς τὰ πόδια μας, θὰ τὴν τινάξωμεν ἐναντίον σας· ἀλλὰ νὰ ξέρετε τοῦτο: ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦλθε πλησίον σας». 12Σᾶς λέγω, ὅτι τὴν Ἡμέραν ἐκείνην θὰ ὑποφέρουν ὀλιγώτερον τὰ Σόδομα παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη. 13Ἀλλοίμονον σ᾽ ἐσέ, Χοραζίν, ἀλλοίμονον σ᾽ἐσέ, Βηθσαϊδά, διότι ἐὰν εἶχαν γίνει εἰς τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν σ᾽ ἐσᾶς, θὰ εἶχαν μετανοήσει πρὸ πολλοῦ, καθήμεναι μὲ σάκκον καὶ στάκτην. 14Ἀλλ᾽ ἡ Τύρος καὶ ἡ Σιδὼν θὰ ὑποφέρουν ὀλιγώτερον κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ σεῖς. 15Καὶ σύ, Καπερναούμ, ποὺ ὑψώθηκες ἕως τὸν οὐρανόν, θὰ κατεβῇς ἕως τὸν ᾍδην. 16Ὅποιος σᾶς ἀκούει, ἀκούει ἐμέ, καὶ ὅποιος σᾶς ἀπορρίπτει, ἀπορρίπτει ἐμέ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἀπορρίπτει ἐμέ, ἀπορρίπτει ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε». 17Οἱ ἑβδομῆντα ἐπέστρεψαν μὲ χαρὰν καὶ εἶπαν, «Κύριε, ἀκόμη καὶ τὰ δαιμόνια μᾶς ὑποτάσσονται εἰς τὸ ὄνομά σου». 18Αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ἔβλεπα τὸν Σατανᾶν νὰ πέφτῃ σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 19Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσίαν νὰ πατᾶτε ἐπάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ ἐπάνω σ᾽ ὅλην τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καὶ τίποτε δὲν θὰ σᾶς βλάψῃ. 20Καὶ ὅμως, μὴ χαίρετε διὰ τὸ ὅτι σᾶς ὑποτάσσονται τὰ πνεύματα, ἀλλὰ νὰ χαίρετε, διότι τὰ ὀνόματά σας εἶναι γραμμένα εἰς τοὺς οὐρανούς».
Εὐχαριστία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
21Ἐκείνην τὴν ὥραν αἰσθάνθηκε ὁ Ἰησοῦς μέσα του ἀγαλλίασιν καὶ εἶπε, «Σὲ δοξάζω, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, διότι ἔκρυψες αὐτὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ εὐφυεῖς καὶ τὰ ἐφανέρωσες σὲ νήπια. Ναί, Πατέρα, διότι αὐτὸ ἦτο τὸ θέλημά σου. 22Ὅλα μοῦ ἔχουν παραδοθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Υἱὸς παρὰ ὁ Πατέρας, καὶ ποιός εἶναι ὁ Πατέρας παρὰ ὁ Υἱὸς καὶ ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ τὸν ἀποκαλύψῃ». 23Καὶ ἐστράφηκε πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε ἰδιαιτέρως, «Μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ ποὺ βλέπουν ὅσα βλέπετε. 24Διότι σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ βασιλεῖς ἠθέλησαν νὰ ἰδοῦν ἐκεῖνα ποὺ βλέπετε σεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν, καὶ νὰ ἀκούσουν ἐκεῖνα ποὺ ἀκοῦτε σεῖς καὶ δὲν τὰ ἄκουσαν».
Πῶς ἀποκτᾶται ἡ αἰώνιος ζωή
25῞Ενας νομικὸς ἐσηκώθηκε μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν πειράξῃ καὶ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;». 26Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Εἰς τὸν νόμον τί εἶναι γραμμένον; Τί διαβάζεις;». 27Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου». 28«Ὀρθὰ ἀποκρίθηκες», εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «κάνε αὐτὸ καὶ θὰ ζήσῃς». 29Ἐκεῖνος ὅμως ἤθελε νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Καὶ ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;».
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου
30Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε, «Κάποιος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ληστάς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἐτραυμάτισαν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον. 31Κατὰ σύμπτωσιν ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον ἀλλ᾽ ὅταν τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. 32Ὁμοίως καὶ ἕνας Λευΐτης, ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν τόπον καὶ τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος. 33Ἕνας ὅμως Σαμαρείτης, ἐνῷ ἐβάδιζε, ἔφθασε κοντά του καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν σπλαγχνίσθηκε. 34Τὸν ἐπλησίασε, ἔδεσε τὰ τραύματά του, ἀφοῦ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασί, τὸν ἀνέβασε εἰς τὸ δικό του ζῶον καὶ τὸν ἔφερε εἰς ἕνα ξενοδοχεῖον καὶ τὸν περιποιήθηκε. 35Ὅταν ἔφυγε, τὴν ἑπόμενην ἡμέραν, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε, «Περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι δήποτε δαπανήσῃς ἐπὶ πλέον, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώσω ὅταν ἐπιστρέψω». 36Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ποιός σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε πλησίον εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε εἰς τοὺς ληστάς;». 37Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνίαν». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο».
Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία
38Κατὰ μίαν πορείαν τους, αὐτὸς ἐμπῆκε εἰς ἕνα χωριό. Μία γυναῖκα, ποὺ ὠνομάζετο Μάρθα, τὸν ὑποδέχθηκε εἰς τὸ σπίτι της. 39Αὐτὴ εἶχε ἀδελφὴν ποὺ ὠνομάζετο Μαρία, ἡ ὁποία ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἄκουε ὅσα ἔλεγε. 40Ἀλλ᾽ ἡ Μάρθα ἦτο ἀπησχολημένη μὲ πολλὴν ὑπηρεσίαν καὶ ἐπλησίασε καὶ εἶπε, «Κύριε, δὲν σὲ μέλει ποὺ ἡ ἀδελφή μου μὲ ἄφησε μόνην νὰ ὑπηρετῶ; Πές της λοιπὸν νὰ μὲ βοηθήσῃ». 41Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀνησυχεῖς διὰ πολλὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἀναγκαῖον. 42Ἡ Μαρία ἐδιάλεξε τὴν καλὴν μερίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθῇ».
Επιλέχθηκαν προς το παρόν:
:
Επισημάνσεις
Κοινοποίηση
Αντιγραφή
Θέλετε να αποθηκεύονται οι επισημάνσεις σας σε όλες τις συσκευές σας; Εγγραφείτε ή συνδεθείτε