ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 12
12
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν μαθητῶν εἰς τὸ ζήτημα τῆς ὑποκρισίας
1Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἐμαζεύθηκαν μυριάδες λαοῦ, ὥστε ὁ ἕνας νὰ καταπατῇ τὸν ἄλλον, ἄρχισε νὰ λέγῃ πρῶτα εἰς τοὺς μαθητάς του, «Προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων, τὸ ὁποῖον εἶναι ὑποκρισία. 2Δὲν ὑπάρχει κανένα μυστικὸν ποὺ νὰ μὴ μαθευθῇ καὶ κανένα κρυφὸ ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν. 3Διὰ τοῦτο ὅσα ἔχετε πῆ εἰς τὸ σκοτάδι, θὰ ἀκουσθοῦν εἰς τὸ φῶς, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἴπατε εἰς τὸ αὐτί, εἰς ἰδιαίτερα δωμάτια, θὰ διαλαληθῇ ἀπὸ τὶς ταράτσες».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνθαρρύνει τοὺς μαθητάς του
4«Λέγω δὲ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς φίλους μου, Μὴ φοβηθῆτε ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὸ σῶμα ἀλλὰ ἔπειτα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε περισσότερον. 5Θὰ σᾶς ὑποδείξω δὲ ποιόν πρέπει νὰ φοβηθῆτε· νὰ φοβηθῆτε ἐκεῖνον ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸν φόνον ἔχει ἐξουσίαν νὰ σᾶς ρίξῃ εἰς τὴν γέενναν· ναί, σᾶς λέγω, αὐτὸν νὰ φοβηθῆτε. 6Δὲν πωλοῦνται πέντε σπουργίτια δύο δεκάρες; Καὶ ὅμως κανένα ἀπ᾽ αὐτὰ δὲν εἶναι λησμονημένον ἀπὸ τὸν Θεόν. 7Ὅσον ἀφορᾷ ἐσᾶς καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες μετρημένες. Μὴ φοβᾶσθε λοιπόν. Σεῖς ἀξίζετε περισσότερον ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια. 8Σᾶς λέγω: Τὸν καθένα ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὸν ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. 9Ἀλλ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ μὲ ἀπαρνηθῇ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀπαρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. 10Ὅποιος θὰ πῇ λόγον ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγχωρηθῇ· ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ θὰ βλασφημήσῃ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν θὰ συγχωρηθῇ. 11Ὅταν σᾶς ὁδηγήσουν εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ εἰς τὰς ἐξουσίας, μὴ φροντίσετε μὲ ποιόν τρόπον καὶ τί θὰ ἀπολογηθῆτε ἢ τί θὰ πῆτε, 12διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ σᾶς διδάξῃ κατ᾽ αὐτὴν τὴν ὥραν ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ πῆτε».
Ἡ πλεονεξία καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου
13Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, πὲς εἰς τὸν ἀδελφόν μου νὰ μοιρασθῇ μαζί μου τὴν κληρονομίαν». 14Αὐτὸς ἀπήντησε, «Ἄνθρωπε, ποιός μὲ διώρισε δικαστήν σας ἢ μεριστήν;». 15Ὕστερα εἶπε εἰς τὸ πλῆθος, «Προσέχετε καὶ φυλαχθῆτε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας, διότι καὶ ἂν ἔχῃ κανεὶς ἀφθονίαν, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωήν». 16Τοὺς εἶπε δὲ τὴν ἑξῆς παραβολήν. «Ἑνὸς ἀνθρώπου πλουσίου τὰ χωράφια ἔφεραν ἐσοδείαν μεγάλην 17καὶ ἐσκέπτετο μέσα του, «Τί νὰ κάνω, ἐπειδὴ δὲν ἔχω ποῦ νὰ συγκεντρώσω τοὺς καρπούς μου;» 18καὶ εἶπε, «Αὐτὸ θὰ κάνω: θὰ κατεδαφίσω τὶς ἀποθήκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19καὶ θὰ πῶ εἰς τὴν ψυχήν μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, γιὰ πολλὰ χρόνια· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». 20Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ εἶπε, «Ἀνόητε, αὐτὴν τὴν νύχτα ζητοῦν ἀπὸ σὲ τὴν ψυχήν σου. Ἐκεῖνα δὲ ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θὰ τὰ πάρῃ;». 21Αὐτὰ παθαίνει ἐκεῖνος ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν φροντίζει νὰ γίνῃ πλούσιος ὡς πρὸς τὸν Θεόν».
Ἐναντίον τῆς ἀνησυχίας καὶ τῶν μεριμνῶν
22Εἶπε δὲ εἰς τοὺς μαθητάς του, «Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, μὴ μεριμνᾶτε διὰ τὴν ζωήν σας τί θὰ φᾶτε οὔτε διὰ τὸ σῶμά σας τί θὰ ἐνδυθῆτε. 23Ἡ ζωὴ ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφήν, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα. 24Παρατηρῆστε τὰ κοράκια· οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν, δὲν ἔχουν οὔτε κελλάρι οὔτε ἀποθήκην, ὁ Θεὸς ὅμως τὰ τρέφει· πόσον μᾶλλον σεῖς διαφέρετε ἀπὸ τὰ πτηνά! 25Ποιός ἀπὸ σᾶς ὅσον καὶ ἂν φροντίσῃ, μπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν; 26Ἐὰν λοιπὸν δὲν μπορῆτε νὰ κάνετε οὔτε τὸ ἐλάχιστον, γιατί μεριμνᾶτε διὰ τὰ λοιπά; 27Παρατηρῆστε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνουν· δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν μὲ ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειάν του δὲν ἤτανε ντυμένος ὅπως ἕνα ἀπ᾽ αὐτά. 28Ἐὰν δὲ τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριον τὸ ρίχνουν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει ἔτσι ὡραῖα, πόσον περισσότερον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι; 29Καὶ μὴ ζητᾶτε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ μὴ γίνεσθε ἀνήσυχοι· 30διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ζητοῦν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι· ἐνῷ ἐσεῖς ἔχετε Πατέρα ποὺ γνωρίζει ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπ᾽ αὐτά, 31μόνον νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν. 32Μὴ φοβᾶσαι σύ, μικρὸν ποίμνιον· διότι ὁ Πατέρας σας εὐαρεστήθηκε νὰ σᾶς δώσῃ τὴν βασιλείαν. 33Πωλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δῶστε ἐλεημοσύνην. Κάνετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας βαλάντια ποὺ δὲν παληώνουν, θησαυρὸν ἀνεξάντλητον εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου κλέπτης δὲν πλησιάζει, οὔτε σκόρος καταστρέφει, 34διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας».
Ἡ ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως καὶ ὁ πιστὸς οἰκονόμος
35«Νὰ εἶσθε ἕτοιμοι μὲ τὴν μέση σας ζωσμένη καὶ τὰ λυχνάρια σας ἀναμμένα. 36Καὶ ὅμοιοι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀναμένουν τὸν κύριόν τους πότε θὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τοὺς γάμους, διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως, μόλις ἔλθῃ καὶ κτυπήσῃ. 37Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τοὺς βρῇ ὁ κύριος νὰ εἶναι ἄγρυπνοι, ὅταν ἔλθῃ. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι θὰ ζώσῃ τὴν μέση του καὶ θὰ τοὺς βάλῃ νὰ καθήσουν στὸ τραπέζι καὶ θὰ ἔλθῃ νὰ τοὺς ὑπηρετήσῃ. 38Καὶ ἂν ἔλθῃ, εἴτε κατὰ τὴν δεύτερη βάρδια, εἴτε κατὰ τὴν τρίτη βάρδια, καὶ τοὺς βρῇ νὰ εἶναι ἄγρυπνοι, θὰ εἶναι μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. 39Καταλαβαίνετε ὅτι, ἐὰν ὁ οἰκοδεσπότης ἤξερε ποιάν ὥρα θὰ ἔλθῃ ὁ κλέπτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ διαρρήξῃ τὸ σπίτι του. 40Νὰ εἶσθε λοιπὸν καὶ σεῖς ἕτοιμοι, διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται σὲ ὥραν ποὺ δὲν τὸν περιμένετε». 41Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Κύριε, σ᾽ ἐμᾶς ἀπευθύνεις τὴν παραβολὴν αὐτὴν ἢ καὶ σ᾽ ὅλους;». 42Ὁ Κύριος εἶπε, «Ποιός ἆραγε εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριος θὰ τοποθετήσῃ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ τοὺς δίνῃ τὴν κανονισμένην μερίδα τροφῆς εἰς τὴν κατάλληλη ὥρα; 43Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριος, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του. 44Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ τὸν καταστήσῃ διαχειριστὴν εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 45Ἐὰν ὅμως πῇ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος μέσα του, «Βραδύνει νὰ ἔλθῃ ὁ κύριός μου» καὶ ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς ὑπηρέτας καὶ τὶς ὑπηρέτριες καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ καὶ νὰ μεθᾷ, 46θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου σὲ ἡμέραν, ποὺ δὲν τὸν περιμένει καὶ σὲ ὥραν ποὺ δὲν γνωρίζει, καὶ θὰ τὸν κόψῃ σὲ δύο καὶ θὰ ὁρίσῃ τὴν θέσιν του μεταξὺ τῶν ἀπίστων. 47Ὁ δοῦλος ποὺ ἤξερε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἑτοίμασε ἢ δὲν ἔκανε σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημά του, θὰ δαρῇ πολύ. 48Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸ ἤξερε καὶ ἔκανε πράγματα ἄξια τιμωρίας, αὐτὸς θὰ δαρῇ ὀλίγον. Ἀπὸ τὸν καθένα εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθηκε πολύ, θὰ ζητηθῇ πολύ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἐμπιστεύθηκαν πολλά, θὰ ζητήσουν περισσότερα».
Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν
49«Φωτιὰ ἦλθα νὰ βάλω εἰς τὴν γῆν καὶ πῶς θὰ ἤθελα νὰ εἶχε ἤδη ἀνάψει. 50Ἔχω νὰ βαπτισθῶ ἕνα βάπτισμα καὶ πόσον στενοχωροῦμαι ἕως ὅτου γίνῃ! 51Νομίζετε ὅτι ἦλθα διὰ νὰ δώσω εἰρήνην εἰς τὴν γῆν; Ὄχι, σᾶς λέγω, ἀλλὰ χωρισμόν. 52Διότι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ὑπάρχουν εἰς ἕνα σπίτι πέντε ἄνθρωποι χωρισμένοι σὲ μερίδες, τρεῖς ἐναντίον δύο καὶ δύο ἐναντίον τριῶν. 53Θὰ χωρισθοῦν ὁ πατέρας ἐναντίον τοῦ υἱοῦ καὶ ὁ υἱὸς ἐναντίον τοῦ πατέρα, ἡ μητέρα ἐναντίον τῆς θυγατέρας καὶ ἡ θυγατέρα ἐναντίον τῆς μητέρας, ἡ πεθερὰ ἐναντίον τῆς νύφης της καὶ ἡ νύφη ἐναντίον τῆς πεθερᾶς της». 54εἰς τὰ πλήθη ἔλεγε, «Ὅταν ἰδῆτε σύννεφο νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ δυσμάς, ἀμέσως λέτε ὅτι ἔρχεται βροχὴ καὶ αὐτὸ γίνεται· 55καὶ ὅταν ἰδῆτε νὰ φυσάῃ νοτιᾶς, λέτε ὅτι ἔρχεται ζέστη καὶ αὐτὸ γίνεται. 56Ὑποκριταί, τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ξέρετε νὰ τὰ ἑρμηνεύτετε· πῶς δὲν μπορεῖτε νὰ ἑρμηνεύετε τὸν παρόντα καιρόν; 57Γιατί δὲν κρίνετε μόνοι σας ποιό εἶναι σωστό; 58Καθὼς πηγαίνεις μὲ τὸν ἀντίδικόν σου εἰς τὸν δικαστήν, προσπάθησε εἰς τὸν δρόμον νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπ᾽ αὐτόν, μήπως σὲ σύρῃ εἰς τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς σὲ παραδώσῃ εἰς τὸ ἐκτελεστικὸν ὄργανον, καὶ τὸ ἐκτελεστικὸν ὄργανον σὲ βάλῃ εἰς τὴν φυλακήν. 59Σοῦ λέγω, ὅτι δὲν θὰ βγῇς ἀπὸ ἐκεῖ, ἕως ὅτου πληρώσῃς καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν».
Επιλέχθηκαν προς το παρόν:
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 12: NTV
Επισημάνσεις
Κοινοποίηση
Αντιγραφή
Θέλετε να αποθηκεύονται οι επισημάνσεις σας σε όλες τις συσκευές σας; Εγγραφείτε ή συνδεθείτε
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 12
12
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν μαθητῶν εἰς τὸ ζήτημα τῆς ὑποκρισίας
1Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἐμαζεύθηκαν μυριάδες λαοῦ, ὥστε ὁ ἕνας νὰ καταπατῇ τὸν ἄλλον, ἄρχισε νὰ λέγῃ πρῶτα εἰς τοὺς μαθητάς του, «Προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων, τὸ ὁποῖον εἶναι ὑποκρισία. 2Δὲν ὑπάρχει κανένα μυστικὸν ποὺ νὰ μὴ μαθευθῇ καὶ κανένα κρυφὸ ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν. 3Διὰ τοῦτο ὅσα ἔχετε πῆ εἰς τὸ σκοτάδι, θὰ ἀκουσθοῦν εἰς τὸ φῶς, καὶ ἐκεῖνο ποὺ εἴπατε εἰς τὸ αὐτί, εἰς ἰδιαίτερα δωμάτια, θὰ διαλαληθῇ ἀπὸ τὶς ταράτσες».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνθαρρύνει τοὺς μαθητάς του
4«Λέγω δὲ σ᾽ ἐσᾶς τοὺς φίλους μου, Μὴ φοβηθῆτε ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὸ σῶμα ἀλλὰ ἔπειτα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτε περισσότερον. 5Θὰ σᾶς ὑποδείξω δὲ ποιόν πρέπει νὰ φοβηθῆτε· νὰ φοβηθῆτε ἐκεῖνον ποὺ ὕστερα ἀπὸ τὸν φόνον ἔχει ἐξουσίαν νὰ σᾶς ρίξῃ εἰς τὴν γέενναν· ναί, σᾶς λέγω, αὐτὸν νὰ φοβηθῆτε. 6Δὲν πωλοῦνται πέντε σπουργίτια δύο δεκάρες; Καὶ ὅμως κανένα ἀπ᾽ αὐτὰ δὲν εἶναι λησμονημένον ἀπὸ τὸν Θεόν. 7Ὅσον ἀφορᾷ ἐσᾶς καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας εἶναι ὅλες μετρημένες. Μὴ φοβᾶσθε λοιπόν. Σεῖς ἀξίζετε περισσότερον ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια. 8Σᾶς λέγω: Τὸν καθένα ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ τὸν ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. 9Ἀλλ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ μὲ ἀπαρνηθῇ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀπαρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. 10Ὅποιος θὰ πῇ λόγον ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγχωρηθῇ· ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ θὰ βλασφημήσῃ κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν θὰ συγχωρηθῇ. 11Ὅταν σᾶς ὁδηγήσουν εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς καὶ εἰς τὰς ἐξουσίας, μὴ φροντίσετε μὲ ποιόν τρόπον καὶ τί θὰ ἀπολογηθῆτε ἢ τί θὰ πῆτε, 12διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ σᾶς διδάξῃ κατ᾽ αὐτὴν τὴν ὥραν ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ πῆτε».
Ἡ πλεονεξία καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου
13Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, πὲς εἰς τὸν ἀδελφόν μου νὰ μοιρασθῇ μαζί μου τὴν κληρονομίαν». 14Αὐτὸς ἀπήντησε, «Ἄνθρωπε, ποιός μὲ διώρισε δικαστήν σας ἢ μεριστήν;». 15Ὕστερα εἶπε εἰς τὸ πλῆθος, «Προσέχετε καὶ φυλαχθῆτε ἀπὸ κάθε εἶδος πλεονεξίας, διότι καὶ ἂν ἔχῃ κανεὶς ἀφθονίαν, τὰ πλούτη του δὲν τοῦ δίνουν ζωήν». 16Τοὺς εἶπε δὲ τὴν ἑξῆς παραβολήν. «Ἑνὸς ἀνθρώπου πλουσίου τὰ χωράφια ἔφεραν ἐσοδείαν μεγάλην 17καὶ ἐσκέπτετο μέσα του, «Τί νὰ κάνω, ἐπειδὴ δὲν ἔχω ποῦ νὰ συγκεντρώσω τοὺς καρπούς μου;» 18καὶ εἶπε, «Αὐτὸ θὰ κάνω: θὰ κατεδαφίσω τὶς ἀποθήκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ θὰ συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19καὶ θὰ πῶ εἰς τὴν ψυχήν μου, Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, γιὰ πολλὰ χρόνια· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». 20Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ εἶπε, «Ἀνόητε, αὐτὴν τὴν νύχτα ζητοῦν ἀπὸ σὲ τὴν ψυχήν σου. Ἐκεῖνα δὲ ποὺ ἑτοίμασες, ποιός θὰ τὰ πάρῃ;». 21Αὐτὰ παθαίνει ἐκεῖνος ποὺ θησαυρίζει διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ δὲν φροντίζει νὰ γίνῃ πλούσιος ὡς πρὸς τὸν Θεόν».
Ἐναντίον τῆς ἀνησυχίας καὶ τῶν μεριμνῶν
22Εἶπε δὲ εἰς τοὺς μαθητάς του, «Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, μὴ μεριμνᾶτε διὰ τὴν ζωήν σας τί θὰ φᾶτε οὔτε διὰ τὸ σῶμά σας τί θὰ ἐνδυθῆτε. 23Ἡ ζωὴ ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφήν, καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα. 24Παρατηρῆστε τὰ κοράκια· οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν, δὲν ἔχουν οὔτε κελλάρι οὔτε ἀποθήκην, ὁ Θεὸς ὅμως τὰ τρέφει· πόσον μᾶλλον σεῖς διαφέρετε ἀπὸ τὰ πτηνά! 25Ποιός ἀπὸ σᾶς ὅσον καὶ ἂν φροντίσῃ, μπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν; 26Ἐὰν λοιπὸν δὲν μπορῆτε νὰ κάνετε οὔτε τὸ ἐλάχιστον, γιατί μεριμνᾶτε διὰ τὰ λοιπά; 27Παρατηρῆστε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνουν· δὲν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· καὶ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν μὲ ὅλην τὴν μεγαλοπρέπειάν του δὲν ἤτανε ντυμένος ὅπως ἕνα ἀπ᾽ αὐτά. 28Ἐὰν δὲ τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριον τὸ ρίχνουν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει ἔτσι ὡραῖα, πόσον περισσότερον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι; 29Καὶ μὴ ζητᾶτε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιῆτε καὶ μὴ γίνεσθε ἀνήσυχοι· 30διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ζητοῦν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι· ἐνῷ ἐσεῖς ἔχετε Πατέρα ποὺ γνωρίζει ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπ᾽ αὐτά, 31μόνον νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν. 32Μὴ φοβᾶσαι σύ, μικρὸν ποίμνιον· διότι ὁ Πατέρας σας εὐαρεστήθηκε νὰ σᾶς δώσῃ τὴν βασιλείαν. 33Πωλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δῶστε ἐλεημοσύνην. Κάνετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας βαλάντια ποὺ δὲν παληώνουν, θησαυρὸν ἀνεξάντλητον εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου κλέπτης δὲν πλησιάζει, οὔτε σκόρος καταστρέφει, 34διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας».
Ἡ ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως καὶ ὁ πιστὸς οἰκονόμος
35«Νὰ εἶσθε ἕτοιμοι μὲ τὴν μέση σας ζωσμένη καὶ τὰ λυχνάρια σας ἀναμμένα. 36Καὶ ὅμοιοι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀναμένουν τὸν κύριόν τους πότε θὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τοὺς γάμους, διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως, μόλις ἔλθῃ καὶ κτυπήσῃ. 37Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ τοὺς βρῇ ὁ κύριος νὰ εἶναι ἄγρυπνοι, ὅταν ἔλθῃ. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι θὰ ζώσῃ τὴν μέση του καὶ θὰ τοὺς βάλῃ νὰ καθήσουν στὸ τραπέζι καὶ θὰ ἔλθῃ νὰ τοὺς ὑπηρετήσῃ. 38Καὶ ἂν ἔλθῃ, εἴτε κατὰ τὴν δεύτερη βάρδια, εἴτε κατὰ τὴν τρίτη βάρδια, καὶ τοὺς βρῇ νὰ εἶναι ἄγρυπνοι, θὰ εἶναι μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. 39Καταλαβαίνετε ὅτι, ἐὰν ὁ οἰκοδεσπότης ἤξερε ποιάν ὥρα θὰ ἔλθῃ ὁ κλέπτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ τὸν ἄφηνε νὰ διαρρήξῃ τὸ σπίτι του. 40Νὰ εἶσθε λοιπὸν καὶ σεῖς ἕτοιμοι, διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται σὲ ὥραν ποὺ δὲν τὸν περιμένετε». 41Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Κύριε, σ᾽ ἐμᾶς ἀπευθύνεις τὴν παραβολὴν αὐτὴν ἢ καὶ σ᾽ ὅλους;». 42Ὁ Κύριος εἶπε, «Ποιός ἆραγε εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος οἰκονόμος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριος θὰ τοποθετήσῃ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ τοὺς δίνῃ τὴν κανονισμένην μερίδα τροφῆς εἰς τὴν κατάλληλη ὥρα; 43Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριος, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του. 44Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ τὸν καταστήσῃ διαχειριστὴν εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 45Ἐὰν ὅμως πῇ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος μέσα του, «Βραδύνει νὰ ἔλθῃ ὁ κύριός μου» καὶ ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς ὑπηρέτας καὶ τὶς ὑπηρέτριες καὶ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ καὶ νὰ μεθᾷ, 46θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου σὲ ἡμέραν, ποὺ δὲν τὸν περιμένει καὶ σὲ ὥραν ποὺ δὲν γνωρίζει, καὶ θὰ τὸν κόψῃ σὲ δύο καὶ θὰ ὁρίσῃ τὴν θέσιν του μεταξὺ τῶν ἀπίστων. 47Ὁ δοῦλος ποὺ ἤξερε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ δὲν ἑτοίμασε ἢ δὲν ἔκανε σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημά του, θὰ δαρῇ πολύ. 48Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὸ ἤξερε καὶ ἔκανε πράγματα ἄξια τιμωρίας, αὐτὸς θὰ δαρῇ ὀλίγον. Ἀπὸ τὸν καθένα εἰς τὸν ὁποῖον ἐδόθηκε πολύ, θὰ ζητηθῇ πολύ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἐμπιστεύθηκαν πολλά, θὰ ζητήσουν περισσότερα».
Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν
49«Φωτιὰ ἦλθα νὰ βάλω εἰς τὴν γῆν καὶ πῶς θὰ ἤθελα νὰ εἶχε ἤδη ἀνάψει. 50Ἔχω νὰ βαπτισθῶ ἕνα βάπτισμα καὶ πόσον στενοχωροῦμαι ἕως ὅτου γίνῃ! 51Νομίζετε ὅτι ἦλθα διὰ νὰ δώσω εἰρήνην εἰς τὴν γῆν; Ὄχι, σᾶς λέγω, ἀλλὰ χωρισμόν. 52Διότι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ὑπάρχουν εἰς ἕνα σπίτι πέντε ἄνθρωποι χωρισμένοι σὲ μερίδες, τρεῖς ἐναντίον δύο καὶ δύο ἐναντίον τριῶν. 53Θὰ χωρισθοῦν ὁ πατέρας ἐναντίον τοῦ υἱοῦ καὶ ὁ υἱὸς ἐναντίον τοῦ πατέρα, ἡ μητέρα ἐναντίον τῆς θυγατέρας καὶ ἡ θυγατέρα ἐναντίον τῆς μητέρας, ἡ πεθερὰ ἐναντίον τῆς νύφης της καὶ ἡ νύφη ἐναντίον τῆς πεθερᾶς της». 54εἰς τὰ πλήθη ἔλεγε, «Ὅταν ἰδῆτε σύννεφο νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ δυσμάς, ἀμέσως λέτε ὅτι ἔρχεται βροχὴ καὶ αὐτὸ γίνεται· 55καὶ ὅταν ἰδῆτε νὰ φυσάῃ νοτιᾶς, λέτε ὅτι ἔρχεται ζέστη καὶ αὐτὸ γίνεται. 56Ὑποκριταί, τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ξέρετε νὰ τὰ ἑρμηνεύτετε· πῶς δὲν μπορεῖτε νὰ ἑρμηνεύετε τὸν παρόντα καιρόν; 57Γιατί δὲν κρίνετε μόνοι σας ποιό εἶναι σωστό; 58Καθὼς πηγαίνεις μὲ τὸν ἀντίδικόν σου εἰς τὸν δικαστήν, προσπάθησε εἰς τὸν δρόμον νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπ᾽ αὐτόν, μήπως σὲ σύρῃ εἰς τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς σὲ παραδώσῃ εἰς τὸ ἐκτελεστικὸν ὄργανον, καὶ τὸ ἐκτελεστικὸν ὄργανον σὲ βάλῃ εἰς τὴν φυλακήν. 59Σοῦ λέγω, ὅτι δὲν θὰ βγῇς ἀπὸ ἐκεῖ, ἕως ὅτου πληρώσῃς καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν».
Επιλέχθηκαν προς το παρόν:
:
Επισημάνσεις
Κοινοποίηση
Αντιγραφή
Θέλετε να αποθηκεύονται οι επισημάνσεις σας σε όλες τις συσκευές σας; Εγγραφείτε ή συνδεθείτε