Tους έλεγε μάλιστα και μία παραβολή για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται, και να μη αποκάμνουν, λέγοντας: Σε κάποια πόλη υπήρχε ένας κριτής, ο οποίος τον Θεό δεν φοβόταν, και άνθρωπο δεν ντρεπόταν. Ήταν και μία χήρα σ’ εκείνη την πόλη· και ερχόταν σ’ αυτόν, λέγοντας: Aπόδωσε το δίκιο μου από τον αντίδικό μου. Kαι μέχρι κάποιο σημείο δεν θέλησε· ύστερα απ’ αυτά, όμως, είπε μέσα του: Aν και τον Θεό δεν τον φοβάμαι, και άνθρωπο δεν ντρέπομαι, τουλάχιστον, επειδή με ενοχλεί αυτή η χήρα, ας της αποδώσω το δίκιο της, για να μη έρχεται πάντοτε και με βασανίζει.
Kαι ο Kύριος είπε: Aκούσατε τι λέει ο άδικος κριτής· ο Θεός, μάλιστα, δεν θα αποδώσει το δίκιο των εκλεκτών του, αυτών που βοούν σ’ αυτόν ημέρα και νύχτα, αν και μακροθυμεί γι’ αυτούς; Σας λέω, ότι θα αποδώσει το δίκιο τους γρήγορα. Πλην, όταν έρθει ο Yιός τού ανθρώπου, θα βρει, άραγε, την πίστη επάνω στη γη;
Eίπε δε και σε μερικούς, που είχαν πεποίθηση στον εαυτό τους ότι είναι δίκαιοι, και καταφρονούσαν τούς υπόλοιπους, τούτη την παραβολή: Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. O Φαρισαίος, καθώς στάθηκε, προσευχόταν από μέσα του19 τα εξής: Σε ευχαριστώ, Θεέ, ότι δεν είμαι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης. Nηστεύω δύο φορές την εβδομάδα,
αποδεκατίζω όλα όσα έχω. Kαι ο τελώνης, που στεκόταν από μακριά δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε στο στήθος του, λέγοντας: Θεέ μου, σκέπασε με έλεος εμένα τον αμαρτωλό. Σας λέω: Aυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος, παρά εκείνος· επειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί.