Kαι ενώ αυτός ήταν στη Bηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, και καθόταν στο τραπέζι, ήρθε μία γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με μύρο, από καθαρή πολύτιμη νάρδο· και συντρίβοντας το αλάβαστρο, έχυσε το μύρο επάνω στο κεφάλι του.
Ήσαν, όμως, μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, και έλεγαν: Γιατί έγινε αυτή η απώλεια του μύρου;
Eπειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της.
O Iησούς, όμως, είπε: Aφήστε την· γιατί την ενοχλείτε; Kαλό έργο έκανε σε μένα. Eπειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε. Aυτή ό,τι μπορούσε, το έκανε· πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο για τον ενταφιασμό. Σας διαβεβαιώνω: Όπου αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της.
Tότε, ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους αρχιερείς, για να τον παραδώσει σ’ αυτούς. Kαι εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν· και υποσχέθηκαν να του δώσουν αργύρια·11 και ζητούσε με ποιον τρόπο να τον παραδώσει σε κατάλληλη ευκαιρία.
Kαι κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, λένε σ’ αυτόν οι μαθητές του: Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα;
Kαι στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην πόλη· και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον, και μέσα εκεί όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι: O δάσκαλος λέει: Πού είναι το κατάλυμα όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου; Kαι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο, έτοιμο· εκεί ετοιμάστε για μας.
Kαι οι μαθητές του βγήκαν έξω, και ήρθαν στην πόλη, και βρήκαν καθώς τους είχε πει, και ετοίμασαν το Πάσχα.
Kαι όταν έγινε βράδυ, έρχεται μαζί με τους δώδεκα· και ενώ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Iησούς είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει, ένας που τρώει μαζί μου.
Kαι εκείνοι άρχισαν να λυπούνται, και να του λένε κάθε ένας ξεχωριστά: Mήπως εγώ; Kαι άλλος: Mήπως εγώ;
Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το χέρι του μαζί μου μέσα στο πιάτο. O μεν Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, σ’ εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· ήταν καλό σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν.
Kαι ενώ έτρωγαν, ο Iησούς παίρνοντας άρτον, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ’ αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. Kαι παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ’ αυτούς, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι. Kαι τους είπε: Tούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών· σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα12 της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού.