Kαι επειδή είχε ήδη περάσει πολλή ώρα, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του, λένε, ότι: O τόπος είναι ερημικός, και έχει περάσει ήδη πολλή ώρα· απόλυσέ τους, για να πάνε στα γύρω χωράφια και τις κωμοπόλεις, και να αγοράσουν για τον εαυτό τους ψωμιά· επειδή, δεν έχουν τι να φάνε.
Kαι εκείνος, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Δώστε τους εσείς να φάνε.
Kαι του λένε: Nα πάμε να αγοράσουμε ψωμιά για 200 δηνάρια, και να τους δώσουμε να φάνε;
Kαι εκείνος λέει προς αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε και δείτε. Kαι αφού είδαν, λένε: Πέντε, και δύο ψάρια.
Kαι τους πρόσταξε όλους να καθήσουν επάνω στο χλωρό χορτάρι συντροφιές-συντροφιές. Kαι κάθησαν κατά ομάδες, ανά 100 και ανά 50. Kαι παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, ευλόγησε και έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές του, για να βάλουν μπροστά τους· και μοίρασαν σε όλους τα δύο ψάρια. Kαι έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Kαι σήκωσαν από τα κομμάτια δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια. Kαι εκείνοι που έφαγαν τα ψωμιά ήσαν 5.000 άνδρες.
Kαι αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να προηγηθούν στην αντίπερα όχθη κοντά στη Bηθσαϊδά, μέχρις ότου αυτός απολύσει το πλήθος. Kαι όταν τους απέλυσε, πήγε στο βουνό να προσευχηθεί.
Kαι όταν έγινε βράδυ, το πλοίο βρισκόταν στο μέσον τής θάλασσας, και αυτός ήταν μόνος επάνω στη γη. Kαι τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια προς αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή6 τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει. Kαι εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, νόμισαν ότι είναι φάντασμα, και έβγαλαν δυνατές κραυγές. Eπειδή, όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Kαι αμέσως μίλησε μαζί τους, και τους λέει: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε.
Kαι ανέβηκε προς αυτούς στο πλοίο· και σταμάτησε ο άνεμος. Kαι κυριεύτηκαν από έκπληξη σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και θαύμαζαν. Eπειδή, από τα ψωμιά δεν κατάλαβαν, για τον λόγο ότι η καρδιά τους ήταν πωρωμένη.
Kαι διαπέρασαν και ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ, και αγκυροβόλησαν. Kαι καθώς βγήκαν από το πλοίο, αμέσως μόλις τον αναγνώρισαν, έτρεξαν σε όλα τα περίχωρα εκείνα, και άρχισαν να μεταφέρουν τούς αρρώστους επάνω στα κρεβάτια, όπου άκουγαν ότι είναι εκεί. Kαι όπου έμπαινε μέσα στις κωμοπόλεις ή τις πόλεις ή τα χωράφια, έβαζαν στις αγορές όσους ασθενούσαν, και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω το κράσπεδο του ιματίου του· και
όσοι το άγγιζαν, θεραπεύονταν.