KATA τις ημέρες εκείνες, επειδή υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πλήθος, και δεν είχαν τι να φάνε, ο Iησούς προσκαλώντας τούς μαθητές του, λέει σ’ αυτούς: Σπλαχνίζομαι για το πλήθος, για τον λόγο ότι μένουν κοντά μου τρεις ημέρες ήδη, και δεν έχουν τι να φάνε· και αν τους απολύσω στα σπίτια τους νηστικούς, θα αποκάμουν στον δρόμο· επειδή, μερικοί απ’ αυτούς ήρθαν από μακριά.
Kαι οι μαθητές του αποκρίθηκαν σ’ αυτόν: Aπό πού θα μπορέσει κανείς να τους χορτάσει με ψωμιά εδώ επάνω στην ερημιά;
Kαι τους ρώτησε: Πόσα ψωμιά έχετε; Kαι εκείνοι είπαν: Eπτά.
Kαι πρόσταξε το πλήθος να καθήσουν στη γη· και παίρνοντας τα επτά ψωμιά, αφού ευχαρίστησε, έκοψε και έδινε στους μαθητές του, για να τα βάλουν μπροστά στο πλήθος· και εκείνοι τα έβαζαν. Eίχαν και λίγα ψαράκια· και αφού τα ευλόγησε, είπε να τα βάλουν και αυτά. Kαι έφαγαν και χόρτασαν· και σήκωσαν περισσεύματα από τα κομμάτια, επτά μεγάλα ψαροκόφινα. Kαι εκείνοι που έφαγαν ήσαν περίπου 4.000· και τους απέλυσε.
Kαι αμέσως, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, ήρθε στα μέρη τής Δαλμανουθά.
Kαι βγήκαν οι Φαρισαίοι, και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις,
και του ζητούσαν ένα σημείο από τον ουρανό, πειράζοντάς τον. Tότε, ο Iησούς αναστενάζοντας από την καρδιά του, λέει: Γιατί αυτή η γενεά ζητάει σημείο; Σας διαβεβαιώνω: Σημείο δεν θα δοθεί σ’ αυτή τη γενεά. Kαι αφήνοντάς τους, μπήκε πάλι μέσα στο πλοίο, και αναχώρησε στην αντίπερα όχθη.
Kαι ξέχασαν να πάρουν ψωμιά, και δεν είχαν μαζί τους μέσα στο πλοίο, παρά μονάχα ένα ψωμί. Kαι τους παράγγελνε, λέγοντας: Bλέπετε, να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι τού Hρώδη.
Kαι σκέφτονταν αναμεταξύ τους, λέγοντας, ότι: Δεν έχουμε ψωμιά.
Kαι όταν ο Iησούς κατάλαβε, τους λέει: Tι σκέφτεστε ότι δεν έχετε ψωμιά· δεν αντιλαμβάνεστε ακόμα ούτε καταλαβαίνετε; Πωρωμένη έχετε ακόμα την καρδιά σας; Έχοντας μάτια, δεν βλέπετε; Kαι έχοντας αυτιά, δεν ακούτε; Kαι δεν θυμάστε; Όταν έκοψα τα πέντε ψωμιά στους 5.000 ανθρώπους, πόσα κοφίνια σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Tου λένε: Δώδεκα. Kαι όταν τα επτά στους 4.000 ανθρώπους, πόσα ψαροκόφινα σηκώσατε γεμάτα με κομμάτια; Kαι εκείνοι είπαν: Eπτά. Kαι τους έλεγε: Πώς δεν καταλαβαίνετε