Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 1:3-46

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 1:3-46 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Kαι τον 40ό χρόνο, τον 11ο μήνα, την πρώτη τού μήνα, ο Mωυσής μίλησε στους γιους Iσραήλ, σύμφωνα με όλα όσα ο Kύριος τον είχε προστάξει γι’ αυτούς· αφού πάταξε τον Σηών, τον βασιλιά των Aμορραίων, που κατοικούσε στην Eσεβών, και τον Ωγ, τον βασιλιά τής Bασάν, που κατοικούσε στην Aσταρώθ, στην περιοχή Eδρεΐ· από την εδώ πλευρά τού Iορδάνη, στη γη Mωάβ, ο Mωυσής άρχισε να εξηγεί τούτον τον νόμο, λέγοντας: O Kύριος ο Θεός μας μίλησε σε μας στο Xωρήβ, λέγοντας: Aρκεί όσο μείνατε σε τούτο το βουνό· στρέψτε, και ακολουθήστε τον δρόμο σας, και πηγαίνετε στο βουνό των Aμορραίων, και σε όλους τούς περιοίκους του, στην πεδιάδα, στο βουνό, και στην κοιλάδα, και στα μεσημβρινά και στα παράλια, τη γη των Xαναναίων, και τον Λίβανο, μέχρι τον μεγάλο ποταμό, τον ποταμό Eυφράτη· Δέστε, εγώ παρέδωσα μπροστά σας τη γη· μπείτε μέσα και κυριεύστε τη γη, που ο Kύριος ορκίστηκε στους πατέρες σας, στον Aβραάμ, στον Iσαάκ, και στον Iακώβ, να τη δώσει σ’ αυτούς, και στο σπέρμα τους ύστερα απ’ αυτούς. Kαι κατά τον καιρό εκείνο είπα σε σας, λέγοντας: Δεν μπορώ εγώ μόνος μου να σας βαστάζω· ο Kύριος ο Θεός σας σάς πλήθυνε, και δέστε, σήμερα είστε όπως τα αστέρια τού ουρανού σε πλήθος· ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σας να σας κάνει 1.000 φορές περισσότερους από ό,τι είστε, και να σας ευλογήσει, καθώς μίλησε σε σας! Πώς θα μπορέσω εγώ μόνος μου να βαστάξω την ενόχλησή σας, και το φορτίο σας, και τις αντιλογίες σας; Πάρτε άνδρες σοφούς, και συνετούς, και γνωστούς μεταξύ των φυλών σας, και θα τους καταστήσω αρχηγούς επάνω σας. Kαι αποκριθήκατε σε μένα, λέγοντας: Kαλός είναι ο λόγος, που μίλησες, για να τον κάνουμε. Tότε, πήρα τούς αρχηγούς των φυλών σας, άνδρες σοφούς, και γνωστούς, και τους κατέστησα αρχηγούς επάνω σας, χιλίαρχους, και εκατόνταρχους, και πεντηκόνταρχους, και δέκαρχους, και επιστάτες των φυλών σας. Kαι πρόσταξα τους κριτές σας κατά τον καιρό εκείνο, λέγοντας: Nα ακούτε ανάμεσα στους αδελφούς σας, και να κρίνετε δίκαια ανάμεσα σε άνθρωπο και στον αδελφό του, και στον ξένο του. Στην κρίση δεν θα αποβλέπετε σε πρόσωπα· θα ακούτε τον μικρό, όπως τον μεγάλο· δεν θα φοβάστε πρόσωπο ανθρώπου· επειδή, η κρίση είναι τού Θεού· και κάθε υπόθεση, που θα ήταν πολύ δύσκολη για σας, να την αναφέρετε σε μένα, και εγώ θα την ακούω. Kαι σας πρόσταξα εκείνο τον καιρό όλα όσα έπρεπε να πράττετε. Kαι όταν σηκωθήκαμε από το Xωρήβ, διαπεράσαμε ολόκληρη εκείνη την έρημο, τη μεγάλη και φοβερή, που είδατε, οδοιπορώντας προς το βουνό των Aμορραίων, καθώς ο Kύριος ο Θεός μας πρόσταξε σε μας, και ήρθαμε μέχρι την Kάδης-βαρνή. Kαι σας είπα: Ήρθατε στο βουνό των Aμορραίων, που μας δίνει ο Kύριος ο Θεός μας· Δέστε, ο Kύριος ο Θεός σου παρέδωσε μπροστά σου τη γη· ανέβα, κυρίευσε, όπως ο Kύριος ο Θεός των πατέρων σου μίλησε σε σένα· να μη φοβηθείς, μήτε να δειλιάσεις. Kαι ήρθατε σε μένα όλοι εσείς, και είπατε: Aς αποστείλουμε άνδρες μπροστά μας, και ας κατασκοπεύσουν για μας τη γη, και ας μας αναγγείλουν τον δρόμο, διαμέσου τού οποίου πρέπει να ανεβούμε, και τις πόλεις στις οποίες θα πάμε. Kαι μου άρεσε ο λόγος, και πήρα από σας 12 άνδρες, έναν άνδρα ανά φυλή. Kαι καθώς στράφηκαν, ανέβηκαν το βουνό, και ήρθαν μέχρι τη φάραγγα Eσχώλ, και την κατασκόπευσαν. Kαι παίρνοντας στα χέρια τους από τους καρπούς τής γης, μας τους έφεραν, και μας ανήγγειλαν, λέγοντας: H γη, που ο Kύριος ο Θεός μας δίνει σε μας, είναι καλή. Aλλά, εσείς δεν θελήσατε να ανεβείτε, αλλ' άπειθήσατε στην προσταγή τού Kυρίου τού Θεού σας. Kαι γογγύσατε στις σκηνές σας, λέγοντας: Eπειδή, ο Kύριος μας μισούσε, μας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, για να μας παραδώσει στο χέρι των Aμορραίων, ώστε να εξολοθρευτούμε· πού ανεβαίνουμε εμείς; Oι αδελφοί μας δείλιασαν την καρδιά μας, λέγοντας: O λαός είναι μεγαλύτερος και ψηλότερος από μας· οι πόλεις μεγάλες και με τείχη μέχρι τον ουρανό· αλλά είδαμε εκεί και τους γιους των Aνακείμ. Kαι εγώ σας είπα: Mη τρομάξετε ούτε να φοβηθείτε απ’ αυτούς· ο Kύριος ο Θεός σας, που προπορεύεται μπροστά σας, αυτός θα πολεμήσει για σας, σύμφωνα με όλα όσα έκανε προς υπεράσπισή μας στην Aίγυπτο μπροστά στα μάτια σας· και στην έρημο, όπου είδες με ποιον τρόπο ο Kύριος ο Θεός σου σε κράτησε, όπως ένας άνθρωπος κρατάει τον γιο του, σε ολόκληρο τον δρόμο που περπατήσατε, μέχρις ότου ήρθατε σε τούτο τον τόπο. Kατά τούτο, όμως, δεν πιστέψατε στον Kύριο τον Θεό σας, που προπορευόταν μπροστά σας στον δρόμο, για να σας βρίσκει τόπο στρατοπέδευσης, τη νύχτα μεν σε μορφή φωτιάς, για να σας δείχνει τον δρόμο στον οποίο έπρεπε να βαδίζετε, την ημέρα δε σε μορφή νεφέλης. Kαι ο Kύριος άκουσε τη φωνή των λόγων σας, και οργίστηκε, και ορκίστηκε, λέγοντας: Kανένας απ’ αυτούς τούς ανθρώπους τούτης τής κακής γενεάς δεν θα δει την καλή γη, που ορκίστηκα να δώσω στους πατέρες σας, εκτός από τον Xάλεβ, τον γιο τού Iεφοννή· αυτός θα τη δει, και σ’ αυτόν θα δώσω τη γη στην οποία πάτησε, και στους γιους του, επειδή αυτός ακολούθησε ολοκληρωτικά τον Kύριο. Kαι εναντίον μου θύμωσε ο Kύριος εξαιτίας σας, λέγοντας: Oύτε εσύ θα μπεις εκεί μέσα· ο Iησούς, ο γιος τού Nαυή, που παρίσταται μπροστά σου, αυτός θα μπει εκεί μέσα· ενίσχυσέ τον, επειδή αυτός θα την κληροδοτήσει στον Iσραήλ· και τα παιδιά σας, που λέγατε ότι θα γίνουν λάφυρο, και οι γιοι σας, που σήμερα δεν γνωρίζουν καλό ή κακό, αυτοί θα μπουν εκεί μέσα, και σ’ αυτούς θα τη δώσω, και αυτοί θα την κληρονομήσουν· εσείς, όμως, επιστρέψτε, και πηγαίνετε στην έρημο, προς τον δρόμο τής Eρυθράς Θάλασσας. Tότε αποκριθήκατε, και μου είπατε: Aμαρτήσαμε στον Kύριο· εμείς θα ανέβουμε και θα πολεμήσουμε, σύμφωνα με όσα μάς πρόσταξε ο Kύριος ο Θεός μας. Kαι αφού ζωστήκατε ο καθένας τα πολεμικά του όπλα, υπήρξατε προπετείς να ανεβείτε στο βουνό. Kαι ο Kύριος μου είπε: Πες τους: Nα μη ανεβείτε ούτε να πολεμήσετε, επειδή εγώ δεν είμαι ανάμεσά σας, για να μη συντριφτείτε μπροστά στους εχθρούς σας. Έτσι σας μίλησα· και εσείς δεν εισακούσατε, αλλά απειθήσατε στην προσταγή τού Kυρίου, και με θρασύτητα ανεβήκατε στο βουνό. Kαι οι Aμορραίοι, που κατοικούν στο βουνό εκείνο, βγήκαν σε συνάντησή σας, και σας καταδίωξαν, καθώς κάνουν τα μελίσσια, και σας πάταξαν στο Σηείρ, μέχρι την Oρμά. Tότε, όταν γυρίσατε, κλάψατε μπροστά στον Kύριο· ο Kύριος, όμως, δεν εισάκουσε τη φωνή σας ούτε έδωσε σε σας ακρόαση. Kαι μείνατε στην Kάδης πολλές ημέρες, οσεσδήποτε ημέρες μείνατε.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 1:3-46 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Το τεσσαρακοστό έτος μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, την πρώτη του ενδέκατου μήνα, μίλησε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες και τους είπε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Κύριος σχετικά μ’ αυτούς. Αυτό έγινε αφού είχε νικήσει το Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών, και τον Ωγ, βασιλιά της Βασάν, που κατοικούσε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ. Πέρα, λοιπόν, από τον Ιορδάνη, στη Μωάβ, ο Μωυσής άρχισε να εξηγεί αυτόν το νόμο: Όταν ήμασταν στο όρος Χωρήβ, ο Κύριος ο Θεός μας μάς είπε: «Αρκετά καθίσατε σ’ αυτό το βουνό. Γυρίστε τώρα και πάρτε το δρόμο που οδηγεί στο βουνό των Αμορραίων και σ’ όλη τη γύρω περιοχή –στην πεδιάδα, στο βουνό και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στο νότιο μέρος και στην ακτή της θάλασσας, στη χώρα των Χαναναίων και στο Λίβανο ως τον μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Βλέπετε, σας παραχωρώ όλη αυτή τη χώρα. Μπείτε και κυριέψτε την. Είναι η χώρα που εγώ, ο Κύριος, την υποσχέθηκα με όρκο να τη δώσω στους προγόνους σας Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και στους απογόνους τους μετά απ’ αυτούς». Εκείνη την εποχή εγώ σας είπα: «Δεν μπορώ να έχω μόνος μου την ευθύνη για όλους εσάς. Ο Κύριος ο Θεός σας σάς πλήθυνε και τώρα είστε πολλοί, όσα τ’ αστέρια του ουρανού· Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, να σας κάνει χίλιες φορές περισσότερους και να σας ευλογήσει, όπως σας το υποσχέθηκε. Αλλά πώς να σηκώσω εγώ μόνος μου το βάρος του διακανονισμού των διαφορών σας, των απαιτήσεων και των προστριβών σας; Διαλέξτε, λοιπόν, από κάθε φυλή σας άντρες ικανούς, έμπειρους και δοκιμασμένους, για να τους βάλω αρχηγούς σας». Κι εσείς μου αποκριθήκατε: «Καλό είναι αυτό που μας προτείνεις να κάνουμε». Στους αρχηγούς, λοιπόν, των φυλών σας, οι οποίοι ήταν άντρες ικανοί και έμπειροι, έδωσα εξουσία πάνω σε χίλια, σε εκατό, σε πενήντα και σε δέκα άτομα, και σε άλλους απ’ αυτούς ανέθεσα την επίβλεψη ολόκληρης φυλής. Επίσης, με την ευκαιρία, έδωσα στους δικαστές σας αυτούς ορισμένες οδηγίες: «Ν’ ακούτε», τους είπα, «με προσοχή τις υποθέσεις των συμπατριωτών σας και να κρίνετε δίκαια τις διαφορές του καθενός, είτε αυτές είναι μ’ έναν Ισραηλίτη είτε μ’ έναν ξένο. Να μη μεροληπτείτε όταν κρίνετε. Ν’ ακούτε με την ίδια προσοχή και τους ασήμαντους και τους σπουδαίους. Μη φοβάστε κανέναν, γιατί η κρίση είναι έργο θεϊκό. Κι αν κάποια περίπτωση είναι πολύ δύσκολη για σας, να τη φέρνετε σ’ εμένα κι εγώ θα βγάζω την απόφαση». Τότε σας έδωσα οδηγίες για όλα όσα έπρεπε να κάνετε. Έπειτα φύγαμε από το Χωρήβ και διασχίσαμε όλη εκείνη τη μεγάλη και φοβερή έρημο που είδατε, ακολουθώντας το δρόμο προς τα βουνά των Αμορραίων, όπως μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας. Έτσι φτάσαμε στην Κάδης-Βαρνή. Τότε σας είπα: «Να που φτάσατε στα βουνά των Αμορραίων, που μας τα δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας. Κοιτάξτε! Αυτός σας δίνει τη χώρα που απλώνεται μπροστά σας. Πηγαίνετε και κατακτήστε την, όπως σας είπε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας. Μη φοβάστε και μη χάνετε το θάρρος σας!» Τότε ήρθατε όλοι σας και μου είπατε: «Να στείλουμε μερικούς άντρες πριν από μας, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και με τις πόλεις που θα συναντήσουμε». Η ιδέα μού φάνηκε καλή και έστειλα από σας δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή. Έφυγαν, πέρασαν το βουνό και έφτασαν στην Κοιλάδα Εσκώλ και την εξερεύνησαν. Μάζεψαν και καρπούς από τη χώρα και μας τους έφεραν. Στην αναφορά που μας έδωσαν μας είπαν: «Η χώρα που μας δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας, είναι πολύ εύφορη». Εσείς, όμως δεν θελήσατε να προχωρήσετε και αρνηθήκατε να υπακούσετε στη διαταγή του Κυρίου, του Θεού σας. Μέσα στις σκηνές σας δυσανασχετούσατε και λέγατε: «Ο Κύριος μας μισούσε και γι’ αυτό μας έβγαλε από την Αίγυπτο. Θέλει να μας παραδώσει στην εξουσία των Αμορραίων, για να μας εξοντώσουν. Πού ξεκινάμε να πάμε; Χάσαμε πια το θάρρος μας, μετά απ’ όσα μας είπαν αυτοί που γύρισαν από ’κει. Μας είπαν ότι ο λαός εκείνος είναι ισχυρότερος και πολυπληθέστερος από μας· ότι οι πόλεις τους είναι μεγάλες και οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό· κι ακόμα ότι είδαν εκεί και τους απογόνους του γίγαντα Ανάκ». Εγώ τότε σας έλεγα: «Μην τρομάζετε και μην τους φοβάστε. Ο Κύριος, ο Θεός σας, πηγαίνει μπροστά από σας κι αυτός θα πολεμήσει για σας, όπως ακριβώς έκανε μπροστά στα μάτια σας στην Αίγυπτο καθώς και στην έρημο. Είδατε πώς σας σήκωσε στα χέρια του, όπως ένας σηκώνει το παιδί του, σ’ όλο το δρόμο που πορευτήκατε, ώσπου να φτάσετε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο». Στο ζήτημα εκείνο όμως δε δείξατε εμπιστοσύνη στον Κύριο, το Θεό σας, που πήγαινε μπροστά από σας για να σας βρίσκει τόπο να κατασκηνώνετε. Και για να σας δείχνει το δρόμο που έπρεπε να βαδίζετε προπορευόταν τη νύχτα μέσα σε φωτιά και τη μέρα μέσα στη νεφέλη. Ο Κύριος άκουσε τα παράπονά σας, οργίστηκε και υποσχέθηκε με όρκο: «Κανένας από τους ανθρώπους αυτής της κακής γενιάς δεν θα δει την εύφορη γη, που υποσχέθηκα με όρκο να δώσω στους προγόνους σας, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή· αυτός θα τη δει και θα δώσω σ’ αυτόν και στους γιους του, τη χώρα που κατασκόπευσε, γιατί ακολούθησε με απόλυτη πιστότητα εμένα, τον Κύριο». Ακόμα κι εναντίον μου οργίστηκε ο Κύριος, εξαιτίας σας, και μου είπε: «Ούτε εσύ θα μπεις εκεί. Ο υπηρέτης σου, ο Ιησούς γιος του Ναυή, αυτός θα μπει εκεί. Αυτόν να ενθαρρύνεις, γιατί αυτός θα οδηγήσει τους Ισραηλίτες να κατακτήσουν τη χώρα». Έπειτα ο Κύριος απευθύνθηκε σε όλους σας και σας είπε: «Τα μικρά παιδιά σας, όμως, για τα οποία λέγατε ότι θα γίνουν λάφυρα, και οι γιοι σας, που σήμερα δεν μπορούν ακόμη να διακρίνουν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αυτοί θα μπουν εκεί. Σ’ αυτούς θα δώσω τη χώρα για ιδιοκτησία τους. Όσο για σας, γυρίστε πίσω και φύγετε στην έρημο, από τον δρόμο της Ερυθράς Θάλασσας». Εσείς τότε μου αποκριθήκατε σ’ όλα αυτά: «Αμαρτήσαμε στον Κύριο. Αλλά τώρα θα φύγουμε, να πάμε να πολεμήσουμε, σύμφωνα με όλα όσα μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας». Ζωστήκατε, λοιπόν, ο καθένας την πολεμική του εξάρτυση και νομίσατε πως ήταν εύκολο να φτάσετε σ’ εκείνη την ορεινή περιοχή. Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Πες τους, να μην ξεκινήσουν για πόλεμο, γιατί εγώ δεν θα είμαι μαζί τους. Να μην πάνε πουθενά, για να μην τους νικήσουν οι εχθροί τους». Εγώ σας μετέφερα αυτό το μήνυμα, αλλά εσείς δε δώσατε καμιά σημασία. Αρνηθήκατε να συμμορφωθείτε με τη διαταγή του Κυρίου και με απερισκεψία αποτολμήσατε ν’ ανεβείτε να κατακτήσετε την περιοχή. Τότε βγήκαν να σας πολεμήσουν οι Αμορραίοι, που κατοικούσαν σ’ εκείνα τα βουνά· σας νίκησαν στην περιοχή του όρους Σηείρ και σας καταδίωξαν ως τη Χορμά, σαν να σας κυνηγούσαν μέλισσες. Όταν γυρίσατε, κλαφτήκατε στον Κύριο αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε κι ούτε σας έδωσε καθόλου προσοχή. Έτσι μείνατε στην Κάδης, κι ο καιρός που περάσατε εκεί ήταν πολύς.

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ 1:3-46 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Το τεσσαρακοστό έτος μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, την πρώτη του ενδέκατου μήνα, μίλησε ο Μωυσής στους Ισραηλίτες και τους είπε όλα όσα τον είχε διατάξει ο Κύριος σχετικά μ’ αυτούς. Αυτό έγινε αφού είχε νικήσει το Σιχόν, βασιλιά των Αμορραίων, που κατοικούσε στην Εσεβών, και τον Ωγ, βασιλιά της Βασάν, που κατοικούσε στην Ασταρώθ και στην Εδρεΐ. Πέρα, λοιπόν, από τον Ιορδάνη, στη Μωάβ, ο Μωυσής άρχισε να εξηγεί αυτόν το νόμο: Όταν ήμασταν στο όρος Χωρήβ, ο Κύριος ο Θεός μας μάς είπε: «Αρκετά καθίσατε σ’ αυτό το βουνό. Γυρίστε τώρα και πάρτε το δρόμο που οδηγεί στο βουνό των Αμορραίων και σ’ όλη τη γύρω περιοχή –στην πεδιάδα, στο βουνό και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, στο νότιο μέρος και στην ακτή της θάλασσας, στη χώρα των Χαναναίων και στο Λίβανο ως τον μεγάλο ποταμό, τον Ευφράτη. Βλέπετε, σας παραχωρώ όλη αυτή τη χώρα. Μπείτε και κυριέψτε την. Είναι η χώρα που εγώ, ο Κύριος, την υποσχέθηκα με όρκο να τη δώσω στους προγόνους σας Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και στους απογόνους τους μετά απ’ αυτούς». Εκείνη την εποχή εγώ σας είπα: «Δεν μπορώ να έχω μόνος μου την ευθύνη για όλους εσάς. Ο Κύριος ο Θεός σας σάς πλήθυνε και τώρα είστε πολλοί, όσα τ’ αστέρια του ουρανού· Μακάρι ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας, να σας κάνει χίλιες φορές περισσότερους και να σας ευλογήσει, όπως σας το υποσχέθηκε. Αλλά πώς να σηκώσω εγώ μόνος μου το βάρος του διακανονισμού των διαφορών σας, των απαιτήσεων και των προστριβών σας; Διαλέξτε, λοιπόν, από κάθε φυλή σας άντρες ικανούς, έμπειρους και δοκιμασμένους, για να τους βάλω αρχηγούς σας». Κι εσείς μου αποκριθήκατε: «Καλό είναι αυτό που μας προτείνεις να κάνουμε». Στους αρχηγούς, λοιπόν, των φυλών σας, οι οποίοι ήταν άντρες ικανοί και έμπειροι, έδωσα εξουσία πάνω σε χίλια, σε εκατό, σε πενήντα και σε δέκα άτομα, και σε άλλους απ’ αυτούς ανέθεσα την επίβλεψη ολόκληρης φυλής. Επίσης, με την ευκαιρία, έδωσα στους δικαστές σας αυτούς ορισμένες οδηγίες: «Ν’ ακούτε», τους είπα, «με προσοχή τις υποθέσεις των συμπατριωτών σας και να κρίνετε δίκαια τις διαφορές του καθενός, είτε αυτές είναι μ’ έναν Ισραηλίτη είτε μ’ έναν ξένο. Να μη μεροληπτείτε όταν κρίνετε. Ν’ ακούτε με την ίδια προσοχή και τους ασήμαντους και τους σπουδαίους. Μη φοβάστε κανέναν, γιατί η κρίση είναι έργο θεϊκό. Κι αν κάποια περίπτωση είναι πολύ δύσκολη για σας, να τη φέρνετε σ’ εμένα κι εγώ θα βγάζω την απόφαση». Τότε σας έδωσα οδηγίες για όλα όσα έπρεπε να κάνετε. Έπειτα φύγαμε από το Χωρήβ και διασχίσαμε όλη εκείνη τη μεγάλη και φοβερή έρημο που είδατε, ακολουθώντας το δρόμο προς τα βουνά των Αμορραίων, όπως μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας. Έτσι φτάσαμε στην Κάδης-Βαρνή. Τότε σας είπα: «Να που φτάσατε στα βουνά των Αμορραίων, που μας τα δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας. Κοιτάξτε! Αυτός σας δίνει τη χώρα που απλώνεται μπροστά σας. Πηγαίνετε και κατακτήστε την, όπως σας είπε ο Κύριος, ο Θεός των προγόνων σας. Μη φοβάστε και μη χάνετε το θάρρος σας!» Τότε ήρθατε όλοι σας και μου είπατε: «Να στείλουμε μερικούς άντρες πριν από μας, για να κατασκοπεύσουν τη χώρα και να μας δώσουν πληροφορίες σχετικά με το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και με τις πόλεις που θα συναντήσουμε». Η ιδέα μού φάνηκε καλή και έστειλα από σας δώδεκα άντρες, έναν από κάθε φυλή. Έφυγαν, πέρασαν το βουνό και έφτασαν στην Κοιλάδα Εσκώλ και την εξερεύνησαν. Μάζεψαν και καρπούς από τη χώρα και μας τους έφεραν. Στην αναφορά που μας έδωσαν μας είπαν: «Η χώρα που μας δίνει ο Κύριος, ο Θεός μας, είναι πολύ εύφορη». Εσείς, όμως δεν θελήσατε να προχωρήσετε και αρνηθήκατε να υπακούσετε στη διαταγή του Κυρίου, του Θεού σας. Μέσα στις σκηνές σας δυσανασχετούσατε και λέγατε: «Ο Κύριος μας μισούσε και γι’ αυτό μας έβγαλε από την Αίγυπτο. Θέλει να μας παραδώσει στην εξουσία των Αμορραίων, για να μας εξοντώσουν. Πού ξεκινάμε να πάμε; Χάσαμε πια το θάρρος μας, μετά απ’ όσα μας είπαν αυτοί που γύρισαν από ’κει. Μας είπαν ότι ο λαός εκείνος είναι ισχυρότερος και πολυπληθέστερος από μας· ότι οι πόλεις τους είναι μεγάλες και οχυρωμένες, με τείχη που φτάνουν ως τον ουρανό· κι ακόμα ότι είδαν εκεί και τους απογόνους του γίγαντα Ανάκ». Εγώ τότε σας έλεγα: «Μην τρομάζετε και μην τους φοβάστε. Ο Κύριος, ο Θεός σας, πηγαίνει μπροστά από σας κι αυτός θα πολεμήσει για σας, όπως ακριβώς έκανε μπροστά στα μάτια σας στην Αίγυπτο καθώς και στην έρημο. Είδατε πώς σας σήκωσε στα χέρια του, όπως ένας σηκώνει το παιδί του, σ’ όλο το δρόμο που πορευτήκατε, ώσπου να φτάσετε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο». Στο ζήτημα εκείνο όμως δε δείξατε εμπιστοσύνη στον Κύριο, το Θεό σας, που πήγαινε μπροστά από σας για να σας βρίσκει τόπο να κατασκηνώνετε. Και για να σας δείχνει το δρόμο που έπρεπε να βαδίζετε προπορευόταν τη νύχτα μέσα σε φωτιά και τη μέρα μέσα στη νεφέλη. Ο Κύριος άκουσε τα παράπονά σας, οργίστηκε και υποσχέθηκε με όρκο: «Κανένας από τους ανθρώπους αυτής της κακής γενιάς δεν θα δει την εύφορη γη, που υποσχέθηκα με όρκο να δώσω στους προγόνους σας, εκτός από το Χάλεβ, γιο του Ιεφοννή· αυτός θα τη δει και θα δώσω σ’ αυτόν και στους γιους του, τη χώρα που κατασκόπευσε, γιατί ακολούθησε με απόλυτη πιστότητα εμένα, τον Κύριο». Ακόμα κι εναντίον μου οργίστηκε ο Κύριος, εξαιτίας σας, και μου είπε: «Ούτε εσύ θα μπεις εκεί. Ο υπηρέτης σου, ο Ιησούς γιος του Ναυή, αυτός θα μπει εκεί. Αυτόν να ενθαρρύνεις, γιατί αυτός θα οδηγήσει τους Ισραηλίτες να κατακτήσουν τη χώρα». Έπειτα ο Κύριος απευθύνθηκε σε όλους σας και σας είπε: «Τα μικρά παιδιά σας, όμως, για τα οποία λέγατε ότι θα γίνουν λάφυρα, και οι γιοι σας, που σήμερα δεν μπορούν ακόμη να διακρίνουν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αυτοί θα μπουν εκεί. Σ’ αυτούς θα δώσω τη χώρα για ιδιοκτησία τους. Όσο για σας, γυρίστε πίσω και φύγετε στην έρημο, από τον δρόμο της Ερυθράς Θάλασσας». Εσείς τότε μου αποκριθήκατε σ’ όλα αυτά: «Αμαρτήσαμε στον Κύριο. Αλλά τώρα θα φύγουμε, να πάμε να πολεμήσουμε, σύμφωνα με όλα όσα μας διέταξε ο Κύριος, ο Θεός μας». Ζωστήκατε, λοιπόν, ο καθένας την πολεμική του εξάρτυση και νομίσατε πως ήταν εύκολο να φτάσετε σ’ εκείνη την ορεινή περιοχή. Αλλά ο Κύριος μου είπε: «Πες τους, να μην ξεκινήσουν για πόλεμο, γιατί εγώ δεν θα είμαι μαζί τους. Να μην πάνε πουθενά, για να μην τους νικήσουν οι εχθροί τους». Εγώ σας μετέφερα αυτό το μήνυμα, αλλά εσείς δε δώσατε καμιά σημασία. Αρνηθήκατε να συμμορφωθείτε με τη διαταγή του Κυρίου και με απερισκεψία αποτολμήσατε ν’ ανεβείτε να κατακτήσετε την περιοχή. Τότε βγήκαν να σας πολεμήσουν οι Αμορραίοι, που κατοικούσαν σ’ εκείνα τα βουνά· σας νίκησαν στην περιοχή του όρους Σηείρ και σας καταδίωξαν ως τη Χορμά, σαν να σας κυνηγούσαν μέλισσες. Όταν γυρίσατε, κλαφτήκατε στον Κύριο αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε κι ούτε σας έδωσε καθόλου προσοχή. Έτσι μείνατε στην Κάδης, κι ο καιρός που περάσατε εκεί ήταν πολύς.