Λογότυπο YouVersion
Εικονίδιο αναζήτησης

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 12:10-34

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 12:10-34 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Filos Pergamos) (FPB)

Oύτε αυτή τη γραφή δεν διαβάσατε: «H πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· από τον Kύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; Kαι ζητούσαν να τον πιάσουν· και φοβήθηκαν το πλήθος· επειδή, κατάλαβαν ότι σ’ αυτούς είπε την παραβολή· και αφήνοντάς τον, αναχώρησαν. KAI στέλνουν σ’ αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Hρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν σε λόγο· και εκείνοι, όταν ήρθαν, λένε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι αψευδής, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού· επιτρέπεται να δώσουμε δασμό στον Kαίσαρα ή όχι; Nα δώσουμε ή να μη δώσουμε; Eκείνος δε, επειδή γνώρισε την υποκρισία τους, είπε σ’ αυτούς: Γιατί με πειράζετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο, για να δω. Kαι εκείνοι έφεραν. Kαι τους λέει: Tίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή; Kαι εκείνοι τού είπαν: Tου Kαίσαρα. Kαι απαντώντας ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Aποδώστε στον Kαίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. Kαι θαύμασαν γι’ αυτόν. Kαι έρχονται σ’ αυτόν οι Σαδδουκαίοι, που λένε ότι ανάσταση δεν υπάρχει· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής έγραψε σε μας, ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει, και αφήσει γυναίκα, και δεν αφήσει παιδιά, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα του, και να αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του. Ήσαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος πήρε γυναίκα, και πεθαίνοντας δεν άφησε σπέρμα· και την πήρε ο δεύτερος, και πέθανε, και ούτε αυτός άφησε σπέρμα· και ο τρίτος το ίδιο. Kαι αυτή την πήραν και οι επτά, και δεν άφησαν σπέρμα· τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα. Kατά την ανάσταση, λοιπόν, όταν αναστηθούν, σε ποιον απ’ αυτούς θα ανήκει η γυναίκα; Eπειδή, και οι επτά την είχαν πάρει ως γυναίκα. Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Δεν πλανιέστε σε τούτο, μη γνωρίζοντας τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού; Eπειδή, όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· αλλά, είναι σαν άγγελοι, που είναι στους ουρανούς. Για τους νεκρούς, όμως, ότι ανασταίνονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο τού Mωυσή, πώς είπε σ’ αυτόν ο Θεός, στην περίπτωση της βάτου, λέγοντας: «Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ»; Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών· εσείς, λοιπόν, πολύ πλανιέστε. Kαι πλησιάζοντας ένας από τους γραμματείς, που τους άκουσε να συζητούν, γνωρίζοντας ότι σωστά αποκρίθηκε σ’ αυτούς, τον ρώτησε: Ποια εντολή είναι πρώτη απ’ όλες; Kαι ο Iησούς απάντησε σ’ αυτόν ότι: Πρώτη απ’ όλες τις εντολές είναι: «Άκουγε Iσραήλ· ο Kύριος ο Θεός μας είναι ένας Kύριος. Kαι θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη διάνοιά σου, και με όλη τη δύναμή σου», αυτή είναι η πρώτη εντολή. Kαι δεύτερη όμοια μ’ αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Άλλη εντολή, μεγαλύτερη απ’ αυτές, δεν υπάρχει. Kαι ο γραμματέας είπε σ’ αυτόν: Σωστά, Δάσκαλε, αληθινά είπες, ότι υπάρχει ένας Θεός, και δεν υπάρχει άλλος εκτός απ’ αυτόν· και το να τον αγαπάει κάποιος με όλη του την καρδιά, και με όλη του τη σύνεση, και με όλη του την ψυχή, και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, είναι περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες. Kαι ο Iησούς βλέποντάς τον ότι απάντησε με φρόνηση, του είπε: Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία τού Θεού. Kαι κανένας δεν τολμούσε πλέον να τον ρωτήσει.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 12:10-34 Η Αγία Γραφή με τα Δευτεροκανονικά (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGVD)

Ούτε αυτόν το λόγο της Γραφής διαβάσατε; Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι. Ο Κύριος το ’κανε αυτό, και είν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας». Ήθελαν λοιπόν να συλλάβουν τον Ιησού, γιατί κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς την είπε την παραβολή. Φοβήθηκαν όμως το λαό κι έτσι τον άφησαν κι έφυγαν. Έστειλαν στον Ιησού μερικούς Φαρισαίους και Ηρωδιανούς, για να τον πιάσουν σε παγίδα με ερωτήσεις. Έρχονται λοιπόν και του λένε: «Διδάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια και δε φοβάσαι κανέναν· δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού. Πες μας λοιπόν: επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» Εκείνος όμως κατάλαβε την υποκρισία τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο να το δω». Όταν του το ’φεραν, τους ρώτησε: «Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δώστε στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Κι έμειναν κατάπληκτοι για την απάντησή του. Έρχονται στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρωτούν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής μάς έδωσε την εξής γραπτή εντολή: αν κάποιου ο αδερφός πεθάνει κι αφήσει γυναίκα χωρίς ν’ αφήσει παιδί, να πάρει ο αδερφός του τη χήρα και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν λοιπόν εφτά αδερφοί. Ο πρώτος παντρεύτηκε μια γυναίκα και πέθανε, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Την παντρεύτηκε κι ο δεύτερος αδερφός, ο οποίος πέθανε χωρίς ούτε αυτός ν’ αφήσει απογόνους. Το ίδιο κι ο τρίτος. Την παντρεύτηκαν και οι εφτά χωρίς ν’ αφήσουν απογόνους. Τελευταία απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Στην ανάσταση, όταν αναστηθούν οι νεκροί, σε ποιον απ’ όλους θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού και οι εφτά την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί δεν καταλαβαίνετε ούτε τη Γραφή ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα ζουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο, άλλωστε, για το ότι οι νεκροί ανασταίνονται, δε διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή εκεί που γίνεται λόγος για τη βάτο; Εκεί είναι γραμμένο ότι του είπε ο Θεός: Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών. Εσείς, λοιπόν, βρίσκεστε σε μεγάλη πλάνη». Ένας από τους γραμματείς, που άκουσε τη συζήτησή τους και είδε ότι σωστά απάντησε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους, τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Ποια είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες τις εντολές;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Η πρώτη και σπουδαιότερη εντολή είναι: Άκου Ισραήλ: ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας και μοναδικός Κύριος. Και, να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλο το νου σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. Δεύτερη όμοια είναι αυτή: Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει άλλη εντολή μεγαλύτερη απ’ αυτές». «Σωστά, Διδάσκαλε», του είπε ο γραμματέας. «Είναι αλήθεια αυτό που είπες, ότι ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. Και ότι το να τον αγαπάει ο άνθρωπος με όλη την καρδιά του, με όλο το νου του, με όλη την ψυχή του και με όλη τη δύναμή του, και το να αγαπάει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του είναι σπουδαιότερο απ’ όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συνετά του αποκρίθηκε, του είπε: «Δε βρίσκεσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς δεν τολμούσε πια να του κάνει άλλες ερωτήσεις.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 12:10-34 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

Ούτε αυτόν το λόγο της Γραφής διαβάσατε; Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι. Ο Κύριος το ’κανε αυτό, και είν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας». Ήθελαν λοιπόν να συλλάβουν τον Ιησού, γιατί κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς την είπε την παραβολή. Φοβήθηκαν όμως το λαό κι έτσι τον άφησαν κι έφυγαν. Έστειλαν στον Ιησού μερικούς Φαρισαίους και Ηρωδιανούς, για να τον πιάσουν σε παγίδα με ερωτήσεις. Έρχονται λοιπόν και του λένε: «Διδάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια και δε φοβάσαι κανέναν· δεν υπολογίζεις σε πρόσωπα ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά το θέλημα του Θεού. Πες μας λοιπόν: επιτρέπεται να πληρώνουμε φόρο στο Ρωμαίο αυτοκράτορα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» Εκείνος όμως κατάλαβε την υποκρισία τους και τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να με παγιδέψετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο να το δω». Όταν του το ’φεραν, τους ρώτησε: «Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή;» «Του αυτοκράτορα», του απαντούν. Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δώστε στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα, και στο Θεό ό,τι ανήκει στο Θεό». Κι έμειναν κατάπληκτοι για την απάντησή του. Έρχονται στον Ιησού μερικοί Σαδδουκαίοι –αυτοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση– και τον ρωτούν: «Διδάσκαλε, ο Μωυσής μάς έδωσε την εξής γραπτή εντολή: αν κάποιου ο αδερφός πεθάνει κι αφήσει γυναίκα χωρίς ν’ αφήσει παιδί, να πάρει ο αδερφός του τη χήρα και να κάνει απογόνους για τον νεκρό αδερφό του. Ήταν λοιπόν εφτά αδερφοί. Ο πρώτος παντρεύτηκε μια γυναίκα και πέθανε, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Την παντρεύτηκε κι ο δεύτερος αδερφός, ο οποίος πέθανε χωρίς ούτε αυτός ν’ αφήσει απογόνους. Το ίδιο κι ο τρίτος. Την παντρεύτηκαν και οι εφτά χωρίς ν’ αφήσουν απογόνους. Τελευταία απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. Στην ανάσταση, όταν αναστηθούν οι νεκροί, σε ποιον απ’ όλους θ’ ανήκει αυτή η γυναίκα; Αφού και οι εφτά την είχαν παντρευτεί». Ο Ιησούς τους απάντησε: «Βρίσκεστε σε πλάνη, γιατί δεν καταλαβαίνετε ούτε τη Γραφή ούτε τη δύναμη του Θεού. Όταν αναστηθούν οι νεκροί, ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα ζουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό. Όσο, άλλωστε, για το ότι οι νεκροί ανασταίνονται, δε διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή εκεί που γίνεται λόγος για τη βάτο; Εκεί είναι γραμμένο ότι του είπε ο Θεός: Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών αλλά ζωντανών. Εσείς, λοιπόν, βρίσκεστε σε μεγάλη πλάνη». Ένας από τους γραμματείς, που άκουσε τη συζήτησή τους και είδε ότι σωστά απάντησε ο Ιησούς στους Σαδδουκαίους, τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Ποια είναι η σπουδαιότερη απ’ όλες τις εντολές;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Η πρώτη και σπουδαιότερη εντολή είναι: Άκου Ισραήλ: ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας και μοναδικός Κύριος. Και, να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλο το νου σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. Δεύτερη όμοια είναι αυτή: Να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Δεν υπάρχει άλλη εντολή μεγαλύτερη απ’ αυτές». «Σωστά, Διδάσκαλε», του είπε ο γραμματέας. «Είναι αλήθεια αυτό που είπες, ότι ένας είναι ο Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. Και ότι το να τον αγαπάει ο άνθρωπος με όλη την καρδιά του, με όλο το νου του, με όλη την ψυχή του και με όλη τη δύναμή του, και το να αγαπάει τον πλησίον του όπως τον εαυτό του είναι σπουδαιότερο απ’ όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συνετά του αποκρίθηκε, του είπε: «Δε βρίσκεσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς δεν τολμούσε πια να του κάνει άλλες ερωτήσεις.