ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6
6
Ὁ χορτασμὸς τῶν πέντε χιλιάδων
1Ὕστερα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε πέραν ἀπὸ τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας, δηλαδὴ τῆς Τιβεριάδος. 2Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς, διότι εἶδαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἰς τοὺς ἀσθενεῖς. 3Ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐκαθότανε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του. 4Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων. 5Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ὅτι ἔρχεται πρὸς αὐτὸν πολὺς κόσμος, λέγει εἰς τὸν Φίλιππον, «Ἀπὸ ποῦ θὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;». 6Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ, διότι αὐτὸς ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ. 7Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν ἀρκοῦν εἰς αὐτοὺς γιὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ λίγο ὁ καθένας». 8Λέγει εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου, 9«Ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα παιδὶ ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ τί νὰ κάνουν αὐτὰ σὲ τόσους πολλούς;». 10Ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Βάλτε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξαπλώσουν». Ὑπῆρχε ἐκεῖ πολὺ χορτάρι. Ἐξαπλώθηκαν λοιπὸν οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν περίπου πέντε χιλιάδες. 11Ἐπῆρε τότε ὁ Ἰησοῦς τὰ ψωμιὰ καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τοὺς ξαπλωμένους· ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ὅσο ἤθελαν. 12Ὅταν ἐχόρτασαν ὅλοι, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Μαζέψτε τὰ κομμάτια ποὺ περίσσεψαν διὰ νὰ μὴ χαθῇ τίποτε». 13Ἐμάζεψαν λοιπὸν καὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ ποὺ περίσσεψαν σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶχαν φάγει. 14Ὅταν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν, «Αὐτὸς πραγματικὰ εἶναι ὁ προφήτης ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναχωρεῖ μόνος καὶ περπατεῖ ἐπάνω εἰς τὴν λίμνην
15Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τὸν ἁρπάξουν, διὰ νὰ τὸν κάνουν βασιλέα, ἔφυγε πάλιν εἰς τὸ ὄρος μόνος. 16Ὅταν ἐβράδυασε, κατέβηκαν οἱ μαθηταί του εἰς τὴν λίμνην, 17ἐμπῆκαν εἰς πλοιάριον καὶ ἐπήγαιναν πρὸς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης εἰς τὴν Καπερναούμ, εἶχε δὲ πιὰ σκοτεινιάσει καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει 18καὶ ἡ λίμνη ἐφούσκωνε, διότι ἔπνεε δυνατὸς ἄνεμος. 19Ὅταν εἶχαν προχωρήσει περὶ τὰ εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα στάδια, βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν λίμνην καὶ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐφοβήθηκαν. 20Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶσθε». 21Ἤθελαν τότε νὰ τὸν παραλάβουν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἀμέσως τὸ πλοιάριον ἔφθασε εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.
Ὁ ὄχλος ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῇ σημεῖα
22Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ κόσμος, ποὺ ἐστέκετο εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τῆς λίμνης, εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄλλο πλοιάριον παρὰ ἕνα, ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμπῆκαν οἱ μαθηταί του, καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε μπῆ εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει μόνοι. 23Ἦλθαν ὅμως ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔφαγαν ψωμὶ μετὰ τὴν εὐχαριστήριον εὐχὴν τοῦ Κυρίου. 24Ὅταν λοιπὸν ὁ λαὸς εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦτο ἐκεῖ οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμπῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς πλοιάρια καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναοὺμ καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν Ἰησοῦν. 25Καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης, τοῦ εἶπαν, «Ραββί,#6.25 6 Βλ. 1:38 πότε ἦλθες ἐδῶ;».
Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς
26Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, μὲ ζητᾶτε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ τὰ ψωμιὰ καὶ χορτάσατε. 27Νὰ ἐργάζεσθε ὄχι διὰ τὴν τροφὴν τὴν φθαρτήν, ἀλλὰ διὰ τὴν τροφήν, ποὺ μένει εἰς ζωὴν αἰώνιον, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τοῦτον ὁ Πατέρας, ὁ Θεός, ἐσφράγισε». 28Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Τί πρέπει νὰ κάνωμε διὰ νὰ ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα ποὺ ὁ Θεὸς θέλει;». 29Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Τοῦτο εἶναι τὸ ἔργον ποὺ θέλει ὁ Θεός, νὰ πιστεύετε εἰς αὐτὸν ποὺ ἔστειλε ἐκεῖνος». 30Τότε τοῦ εἶπαν, «Τί σημεῖον λοιπὸν κάνεις, διὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε καὶ νὰ σὲ πιστέψουμε; Ποιό εἶναι τὸ ἔργον ποὺ κάνεις; 31Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοὺς ἔδωκε νὰ φάγουν». 32Εἶπε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωϋσῆς τὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾽ ὁ Πατέρας μου σᾶς δίνει τὸν ἄρτον τὸν ἀληθινὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 33Διότι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ δίνει ζωὴν εἰς τὸν κόσμον». 34Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Κύριε, δός μας πάντοτε τὸν ἄρτον τοῦτον». 35Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ πεινάσῃ καὶ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ διψάσῃ ποτέ. 36Ἀλλ᾽ ὅπως σᾶς εἶπα, ἂν καὶ μὲ εἴδατε, ὅμως δὲν πιστεύετε. 37Κάθε τι ποὺ μοῦ δίνει ὁ Πατέρας, θὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμὲ καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ τὸν βγάλω ἔξω, 38διότι κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὄχι διὰ νὰ κάνω τὸ θέλημα τὸ δικό μου ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε. 39Τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, νὰ μὴ χάσω τίποτε ἀπὸ ὅ,τι μοῦ ἔχει δώσει ἀλλὰ νὰ τὸ ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 40Διότι τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε: ὁ καθένας, ποὺ βλέπει τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν». 41Ἐγόγγυζαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι ἐναντίον του, διότι εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν» 42καὶ ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἐμεῖς γνωρίζομεν; Πῶς λοιπὸν λέγει, «Ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν»; 43Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς ἀπεκρίθη, «Μὴ γογγύζετε μεταξύ σας. 44Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμέ, ἐὰν ὁ Πατέρας ποὺ μὲ ἔστειλε δὲν τὸν ἑλκύσῃ, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 45Εἶναι γραμμένον εἰς τοὺς προφήτας, Καὶ θὰ εἶναι ὅλοι διδαγμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅποιος λοιπὸν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἔμαθε, αὐτὸς ἔρχεται σ᾽ ἐμέ. 46Ὄχι ὅτι ἔχει ἰδῆ κανεὶς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐκεῖνος ἔχει ἰδῆ τὸν Πατέρα. 47Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 48Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ πέθαναν. 50Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ φάγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ πεθάνῃ. 51Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζωντανός, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ αἰωνίως, ὁ ἄρτος δὲ τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω, εἶναι ἡ σάρκα μου, τὴν ὁποίαν θὰ δώσω ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου». 52Οἱ Ἰουδαῖοι ἐφιλονεικοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του;». 53Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν φάγετε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιῆτε τὸ αἷμά του, δὲν ἔχετε ζωὴν μέσα σας. 54Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμά μου ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 55Διότι ἡ σάρκα μου εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθινὸν ποτόν. 56Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμά μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του. 57Καθὼς μὲ ἔστειλε ὁ ζωντανὸς Πατέρας καὶ ζῶ ἕνεκα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τρώγει θὰ ζήσῃ ἕνεκα ἐμοῦ. 58Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὄχι ὅπως τὸ μάννα ποὺ ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ πέθαναν· ἐκεῖνος ποὺ τρώγει αὐτὸν τὸν ἄρτον θὰ ζήσῃ αἰωνίως».
Διστακτικοὶ μαθηταί
59Αὐτὰ εἶπε σὲ συναγωγήν, ὅταν ἐδίδασκε εἰς τὴν Καπερναούμ. 60Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν τὰ ἄκουσαν, εἶπαν, «Εἶναι σκληρὸς ὁ λόγος αὐτός· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ;». 61Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ἐσωτερικῶς ὅτι γογγύζουν γι᾽ αὐτὸ οἱ μαθηταί του καὶ τοὺς εἶπε, «Αὐτὸ σᾶς κλονίζει; 62Ἐὰν ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ὅπου ἦτο προτήτερα, τί θὰ ἐλέγατε; 63Τὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίνει ζωήν, ἡ σάρκα δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς μιλῶ, εἶναι πνεῦμα καὶ ζωή. 64Καὶ ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν πιστεύουν». Διότι ἤξερε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ Ἰησοῦς ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παραδώσῃ. 65Καὶ ἔλεγε, «Διὰ τοῦτο σᾶς εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμέ, ἐὰν δὲν εἶναι δοσμένο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου». 66Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἔφυγαν καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του.
Ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός
67Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς δώδεκα, «Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ φύγετε;». 68Ἀπεκρίθη τότε ὁ Σίμων Πέτρος, «Κύριε, σὲ ποιόν νὰ πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου, 69καὶ ἐμεῖς ἔχομε πιστέψει καὶ γνωρίσει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ». 70Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐδιάλεξα ἐγὼ ἐσᾶς τοὺς δώδεκα; Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς εἶναι διάβολος». 71Ἐννοοῦσε τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, τὸν Ἰσκαριώτην, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα καὶ αὐτὸς θὰ τὸν παρέδιδε.
Aktualisht i përzgjedhur:
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6: NTV
Thekso
Ndaje
Copy
A doni që theksimet tuaja të jenë të ruajtura në të gjitha pajisjet që keni? Regjistrohu ose hyr
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6
6
Ὁ χορτασμὸς τῶν πέντε χιλιάδων
1Ὕστερα ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε πέραν ἀπὸ τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας, δηλαδὴ τῆς Τιβεριάδος. 2Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς, διότι εἶδαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἰς τοὺς ἀσθενεῖς. 3Ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐκαθότανε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του. 4Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων. 5Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ὅτι ἔρχεται πρὸς αὐτὸν πολὺς κόσμος, λέγει εἰς τὸν Φίλιππον, «Ἀπὸ ποῦ θὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ διὰ νὰ φάγουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;». 6Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ νὰ τὸν δοκιμάσῃ, διότι αὐτὸς ἤξερε τί ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ. 7Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν ἀρκοῦν εἰς αὐτοὺς γιὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ λίγο ὁ καθένας». 8Λέγει εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου, 9«Ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα παιδὶ ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια· ἀλλὰ τί νὰ κάνουν αὐτὰ σὲ τόσους πολλούς;». 10Ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Βάλτε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξαπλώσουν». Ὑπῆρχε ἐκεῖ πολὺ χορτάρι. Ἐξαπλώθηκαν λοιπὸν οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν περίπου πέντε χιλιάδες. 11Ἐπῆρε τότε ὁ Ἰησοῦς τὰ ψωμιὰ καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τοὺς ξαπλωμένους· ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ὅσο ἤθελαν. 12Ὅταν ἐχόρτασαν ὅλοι, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Μαζέψτε τὰ κομμάτια ποὺ περίσσεψαν διὰ νὰ μὴ χαθῇ τίποτε». 13Ἐμάζεψαν λοιπὸν καὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ ποὺ περίσσεψαν σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶχαν φάγει. 14Ὅταν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν, «Αὐτὸς πραγματικὰ εἶναι ὁ προφήτης ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναχωρεῖ μόνος καὶ περπατεῖ ἐπάνω εἰς τὴν λίμνην
15Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τὸν ἁρπάξουν, διὰ νὰ τὸν κάνουν βασιλέα, ἔφυγε πάλιν εἰς τὸ ὄρος μόνος. 16Ὅταν ἐβράδυασε, κατέβηκαν οἱ μαθηταί του εἰς τὴν λίμνην, 17ἐμπῆκαν εἰς πλοιάριον καὶ ἐπήγαιναν πρὸς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης εἰς τὴν Καπερναούμ, εἶχε δὲ πιὰ σκοτεινιάσει καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει 18καὶ ἡ λίμνη ἐφούσκωνε, διότι ἔπνεε δυνατὸς ἄνεμος. 19Ὅταν εἶχαν προχωρήσει περὶ τὰ εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα στάδια, βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν λίμνην καὶ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐφοβήθηκαν. 20Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶσθε». 21Ἤθελαν τότε νὰ τὸν παραλάβουν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἀμέσως τὸ πλοιάριον ἔφθασε εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.
Ὁ ὄχλος ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῇ σημεῖα
22Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ κόσμος, ποὺ ἐστέκετο εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τῆς λίμνης, εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄλλο πλοιάριον παρὰ ἕνα, ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμπῆκαν οἱ μαθηταί του, καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε μπῆ εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει μόνοι. 23Ἦλθαν ὅμως ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔφαγαν ψωμὶ μετὰ τὴν εὐχαριστήριον εὐχὴν τοῦ Κυρίου. 24Ὅταν λοιπὸν ὁ λαὸς εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦτο ἐκεῖ οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμπῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς πλοιάρια καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναοὺμ καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν Ἰησοῦν. 25Καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης, τοῦ εἶπαν, «Ραββί,#6.25 6 Βλ. 1:38 πότε ἦλθες ἐδῶ;».
Ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς
26Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, μὲ ζητᾶτε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ τὰ ψωμιὰ καὶ χορτάσατε. 27Νὰ ἐργάζεσθε ὄχι διὰ τὴν τροφὴν τὴν φθαρτήν, ἀλλὰ διὰ τὴν τροφήν, ποὺ μένει εἰς ζωὴν αἰώνιον, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι τοῦτον ὁ Πατέρας, ὁ Θεός, ἐσφράγισε». 28Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Τί πρέπει νὰ κάνωμε διὰ νὰ ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα ποὺ ὁ Θεὸς θέλει;». 29Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Τοῦτο εἶναι τὸ ἔργον ποὺ θέλει ὁ Θεός, νὰ πιστεύετε εἰς αὐτὸν ποὺ ἔστειλε ἐκεῖνος». 30Τότε τοῦ εἶπαν, «Τί σημεῖον λοιπὸν κάνεις, διὰ νὰ τὸ ἰδοῦμε καὶ νὰ σὲ πιστέψουμε; Ποιό εἶναι τὸ ἔργον ποὺ κάνεις; 31Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τοὺς ἔδωκε νὰ φάγουν». 32Εἶπε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ἔδωκε ὁ Μωϋσῆς τὸν ἄρτον ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀλλ᾽ ὁ Πατέρας μου σᾶς δίνει τὸν ἄρτον τὸν ἀληθινὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 33Διότι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ δίνει ζωὴν εἰς τὸν κόσμον». 34Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Κύριε, δός μας πάντοτε τὸν ἄρτον τοῦτον». 35Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ πεινάσῃ καὶ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ διψάσῃ ποτέ. 36Ἀλλ᾽ ὅπως σᾶς εἶπα, ἂν καὶ μὲ εἴδατε, ὅμως δὲν πιστεύετε. 37Κάθε τι ποὺ μοῦ δίνει ὁ Πατέρας, θὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμὲ καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σ᾽ ἐμὲ δὲν θὰ τὸν βγάλω ἔξω, 38διότι κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὄχι διὰ νὰ κάνω τὸ θέλημα τὸ δικό μου ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε. 39Τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, νὰ μὴ χάσω τίποτε ἀπὸ ὅ,τι μοῦ ἔχει δώσει ἀλλὰ νὰ τὸ ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 40Διότι τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε: ὁ καθένας, ποὺ βλέπει τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν». 41Ἐγόγγυζαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι ἐναντίον του, διότι εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν» 42καὶ ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ὁποίου τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἐμεῖς γνωρίζομεν; Πῶς λοιπὸν λέγει, «Ἔχω κατεβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανόν»; 43Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς ἀπεκρίθη, «Μὴ γογγύζετε μεταξύ σας. 44Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμέ, ἐὰν ὁ Πατέρας ποὺ μὲ ἔστειλε δὲν τὸν ἑλκύσῃ, καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 45Εἶναι γραμμένον εἰς τοὺς προφήτας, Καὶ θὰ εἶναι ὅλοι διδαγμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅποιος λοιπὸν ἄκουσε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἔμαθε, αὐτὸς ἔρχεται σ᾽ ἐμέ. 46Ὄχι ὅτι ἔχει ἰδῆ κανεὶς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐκεῖνος ἔχει ἰδῆ τὸν Πατέρα. 47Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 48Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ πέθαναν. 50Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ φάγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ πεθάνῃ. 51Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζωντανός, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ αἰωνίως, ὁ ἄρτος δὲ τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω, εἶναι ἡ σάρκα μου, τὴν ὁποίαν θὰ δώσω ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου». 52Οἱ Ἰουδαῖοι ἐφιλονεικοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του;». 53Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν φάγετε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πιῆτε τὸ αἷμά του, δὲν ἔχετε ζωὴν μέσα σας. 54Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμά μου ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἐσχάτην ἡμέραν. 55Διότι ἡ σάρκα μου εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθινὸν ποτόν. 56Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμά μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του. 57Καθὼς μὲ ἔστειλε ὁ ζωντανὸς Πατέρας καὶ ζῶ ἕνεκα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τρώγει θὰ ζήσῃ ἕνεκα ἐμοῦ. 58Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὄχι ὅπως τὸ μάννα ποὺ ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ πέθαναν· ἐκεῖνος ποὺ τρώγει αὐτὸν τὸν ἄρτον θὰ ζήσῃ αἰωνίως».
Διστακτικοὶ μαθηταί
59Αὐτὰ εἶπε σὲ συναγωγήν, ὅταν ἐδίδασκε εἰς τὴν Καπερναούμ. 60Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν τὰ ἄκουσαν, εἶπαν, «Εἶναι σκληρὸς ὁ λόγος αὐτός· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ;». 61Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ἐσωτερικῶς ὅτι γογγύζουν γι᾽ αὐτὸ οἱ μαθηταί του καὶ τοὺς εἶπε, «Αὐτὸ σᾶς κλονίζει; 62Ἐὰν ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ὅπου ἦτο προτήτερα, τί θὰ ἐλέγατε; 63Τὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίνει ζωήν, ἡ σάρκα δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς μιλῶ, εἶναι πνεῦμα καὶ ζωή. 64Καὶ ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν πιστεύουν». Διότι ἤξερε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ Ἰησοῦς ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παραδώσῃ. 65Καὶ ἔλεγε, «Διὰ τοῦτο σᾶς εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμέ, ἐὰν δὲν εἶναι δοσμένο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου». 66Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἔφυγαν καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του.
Ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός
67Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς δώδεκα, «Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ φύγετε;». 68Ἀπεκρίθη τότε ὁ Σίμων Πέτρος, «Κύριε, σὲ ποιόν νὰ πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου, 69καὶ ἐμεῖς ἔχομε πιστέψει καὶ γνωρίσει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ». 70Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐδιάλεξα ἐγὼ ἐσᾶς τοὺς δώδεκα; Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς εἶναι διάβολος». 71Ἐννοοῦσε τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, τὸν Ἰσκαριώτην, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα καὶ αὐτὸς θὰ τὸν παρέδιδε.
Aktualisht i përzgjedhur:
:
Thekso
Ndaje
Copy
A doni që theksimet tuaja të jenë të ruajtura në të gjitha pajisjet që keni? Regjistrohu ose hyr