ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 24
24
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τοῦ ναοῦ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος
1Ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν ναόν, καὶ ἔφυγε. Τότε ἦλθαν οἱ μαθηταί του νὰ τοῦ δείξουν τὰ κτίρια τοῦ ναοῦ. 2Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Βλέπετε ὅλα αὐτά; ᾽Αλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ μείνῃ ἐδῶ πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα, ποὺ νὰ μὴ γκρεμισθῇ». 3Ἐνῷ δὲ καθότανε εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἰδιαιτέρως καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας, πότε θὰ γίνουν αὐτὰ καὶ ποιό εἶναι τὸ σημεῖον τῆς ἐλεύσεώς σου καὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου;». 4Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη, «Προσέχετε μήπως κανεὶς σᾶς πλανήσῃ, 5διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός», καὶ πολοὺς θὰ πλανήσουν. 6Θὰ ἀκούσετε δὲ πολέμους καὶ φήμας περὶ πολέμων. Προσέχετε νὰ μὴ φοβηθῆτε· διότι εἶναι ἀνάγκη ὅλα νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ τέλος. 7Διότι θὰ σηκωθῇ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασίλειον ἐναντίον βασιλείου καὶ θὰ γίνουν πεῖνα καὶ ἐπιδημίαι καὶ σεισμοὶ κατὰ διαφόρους τόπους. 8Ὅλα δὲ αὐτὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν πόνων. 9Τότε θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς βασανιστήρια καὶ θὰ σᾶς σκοτώσουν καὶ θὰ εἶσθε μισητοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου. 10Καὶ τότε θὰ σκανδαλισθοῦν πολλοὶ καὶ θὰ παραδώσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ θὰ μισῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 11Θὰ ἐμφανισθοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ πλανήσουν πολλούς. 12Καὶ ἐπειδὴ θὰ πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, θὰ ψυχρανθῇ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. 13Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ. 14Καὶ θὰ κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο τῆς βασιλείας εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, πρὸς μαρτυρίαν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τότε θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος. 15Ὅταν λοιπὸν ἰδῆτε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, διὰ τὸ ὁποῖον ἐμίλησε ὁ Δανιὴλ ὁ προφήτης, νὰ στέκεται εἰς τὸν ἅγιον τόπον — ὁ ἀναγνώστης ἂς ἐννοήσῃ — 16τότε ἐκεῖνοι, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἂς φεύγουν πρὸς τὰ βουνά, 17ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσα, ἂς μὴ κατεβῇ νὰ πάρῃ τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σπίτι του, 18καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ πίσω νὰ πάρῃ τὰ ἐνδύματά του. 19Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας. 20Προσεύχεσθε νὰ μὴ γίνῃ ἡ φυγή σας κατὰ τὸν χειμῶνα ἢ κατὰ τὸ Σάββατον. 21Διότι θὰ ἔλθῃ τότε θλῖψις τόσο μεγάλη, ποὺ δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου μέχρι σήμερα καὶ οὔτε θὰ γίνῃ. 22Καὶ ἐὰν δὲν ἐσυντομεύοντο αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐσώζετο, ἀλλὰ πρὸς χάριν τῶν ἐκλεκτῶν θὰ συντομευθοῦν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. 23Τότε, ἐὰν σᾶς πῇ κανείς, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς» ἢ «Ἐκεῖ», μὴ τὸν πιστέψετε. 24Διότι θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν μεγάλα θαύματα καὶ τέρατα, ὥστε νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 25Ἰδού, σᾶς τὰ προεῖπα. 26Ἐὰν σᾶς ποῦν, «Νά, εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», μὴ πηγαίνετε, «Νά, εἶναι εἰς τὰ ἀπόμερα δωμάτια», μὴ πιστέψετε. 27Διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ φαίνεται ἕως τὴν δύσιν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔλευσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 28Ὅπου εἶναι τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν οἱ ἀετοί. 29Ἀμέσως δὲ ὕστερα ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ φωτίζῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ αἱ οὐράνιαι δυνάμεις θὰ σαλευθοῦν. 30Καὶ τότε θὰ φανῇ εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τότε θὰ θρηνήσουν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, καὶ θὰ ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ μὲ πολλὴν δύναμιν καὶ δόξαν. 31Καὶ θὰ στείλῃ τοὺς ἀγγέλους του μὲ μεγάλην σάλπιγγα καὶ θὰ συναθροίσουν τοὺς ἐκλεκτούς του ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἀνέμους, ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῶν οὐρανῶν ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον».
Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως
32«Ἀπὸ τὴν συκιὰ νὰ καταλάβετε τὴν παραβολήν. Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἁπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι πλησιάζει τὸ καλοκαίρι. 33Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἰδῆτε ὅλα αὐτά, νὰ γνωρίζετε ὅτι εἶναι πλησίον, εἰς τὴν πόρτα. 34Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτή, πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά. 35Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν. 36Διὰ τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν, κανεὶς δὲν ξέρει τίποτε οὔτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν παρὰ μόνον ὁ Πατέρας μου. 37Ὅπως ἦσαν αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 38Ὅπως, δηλαδή, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπανδρεύοντο ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ἐμπῆκε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν 39καὶ δὲν ὑπωπτεύοντο τίποτε ἕως ὅτου ἦλθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς ἅρπαξε ὅλους, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 40Τότε δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται. 41Δύο γυναῖκες θὰ ἀλέθουν εἰς τὸν μύλον, ἡ μία παραλαμβάνεται, ἡ ἄλλη ἀφήνεται. 42Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἄγρυπνοι, διότι δὲν ξέρετε ποιάν ὥραν ἔρχεται ὁ Κύριός σας. 43Ξέρετε ὅμως τοῦτο: ὅτι ἐὰν ἤξερε ὁ οἰκοδεσπότης ποιάν ὥρα τὴν νύχτα θὰ ἐρχότανε ὁ κλέφτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του. 44Διὰ τοῦτο καὶ σεῖς νὰ εἶσθε ἕτοιμοι, διότι τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένετε, θὰ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ παραβολὴ τοῦ φρονίμου καὶ τοῦ κακοῦ δούλου
45«Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος δοῦλος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριός του διώρισε ἐπιστάτην τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ φροντίζῃ νὰ τοὺς δίνῃ τροφὴν τὴν κατάλληλη ὥρα; 46Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριός του, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του. 47Ἀλήθεια σᾶς λέγω, θὰ τὸν διορίσῃ ἐπιστάτην εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 48Ἀλλ᾽ ἐὰν πῇ ὁ κακὸς ἐκεῖνος δοῦλος μέσα του, «Ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ ὁ κύριος», 49καὶ ἀρχίζῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς συνδούλους του, νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ μὲ μεθύσους, 50θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου τὴν ἡμέραν ποὺ δὲν περιμένει καὶ τὴν ὥραν ποὺ δὲν γνωρίζει 51καὶ θὰ τὸν σχίσῃ εἰς δύο καὶ θὰ τὸν βάλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ὑποκριτάς. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
Voafantina amin'izao fotoana izao:
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 24: NTV
Asongadina
Hizara
Dika mitovy
Tianao hovoatahiry amin'ireo fitaovana ampiasainao rehetra ve ireo nasongadina? Hisoratra na Hiditra
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 24
24
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τοῦ ναοῦ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος
1Ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν ναόν, καὶ ἔφυγε. Τότε ἦλθαν οἱ μαθηταί του νὰ τοῦ δείξουν τὰ κτίρια τοῦ ναοῦ. 2Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Βλέπετε ὅλα αὐτά; ᾽Αλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ μείνῃ ἐδῶ πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα, ποὺ νὰ μὴ γκρεμισθῇ». 3Ἐνῷ δὲ καθότανε εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἰδιαιτέρως καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας, πότε θὰ γίνουν αὐτὰ καὶ ποιό εἶναι τὸ σημεῖον τῆς ἐλεύσεώς σου καὶ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου;». 4Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη, «Προσέχετε μήπως κανεὶς σᾶς πλανήσῃ, 5διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός», καὶ πολοὺς θὰ πλανήσουν. 6Θὰ ἀκούσετε δὲ πολέμους καὶ φήμας περὶ πολέμων. Προσέχετε νὰ μὴ φοβηθῆτε· διότι εἶναι ἀνάγκη ὅλα νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ τέλος. 7Διότι θὰ σηκωθῇ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασίλειον ἐναντίον βασιλείου καὶ θὰ γίνουν πεῖνα καὶ ἐπιδημίαι καὶ σεισμοὶ κατὰ διαφόρους τόπους. 8Ὅλα δὲ αὐτὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν πόνων. 9Τότε θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς βασανιστήρια καὶ θὰ σᾶς σκοτώσουν καὶ θὰ εἶσθε μισητοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου. 10Καὶ τότε θὰ σκανδαλισθοῦν πολλοὶ καὶ θὰ παραδώσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ θὰ μισῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 11Θὰ ἐμφανισθοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ πλανήσουν πολλούς. 12Καὶ ἐπειδὴ θὰ πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, θὰ ψυχρανθῇ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. 13Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ. 14Καὶ θὰ κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο τῆς βασιλείας εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, πρὸς μαρτυρίαν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τότε θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος. 15Ὅταν λοιπὸν ἰδῆτε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, διὰ τὸ ὁποῖον ἐμίλησε ὁ Δανιὴλ ὁ προφήτης, νὰ στέκεται εἰς τὸν ἅγιον τόπον — ὁ ἀναγνώστης ἂς ἐννοήσῃ — 16τότε ἐκεῖνοι, ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἂς φεύγουν πρὸς τὰ βουνά, 17ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσα, ἂς μὴ κατεβῇ νὰ πάρῃ τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σπίτι του, 18καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ πίσω νὰ πάρῃ τὰ ἐνδύματά του. 19Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ᾽ ἐκείνας τὰς ἡμέρας. 20Προσεύχεσθε νὰ μὴ γίνῃ ἡ φυγή σας κατὰ τὸν χειμῶνα ἢ κατὰ τὸ Σάββατον. 21Διότι θὰ ἔλθῃ τότε θλῖψις τόσο μεγάλη, ποὺ δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου μέχρι σήμερα καὶ οὔτε θὰ γίνῃ. 22Καὶ ἐὰν δὲν ἐσυντομεύοντο αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐσώζετο, ἀλλὰ πρὸς χάριν τῶν ἐκλεκτῶν θὰ συντομευθοῦν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. 23Τότε, ἐὰν σᾶς πῇ κανείς, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς» ἢ «Ἐκεῖ», μὴ τὸν πιστέψετε. 24Διότι θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν μεγάλα θαύματα καὶ τέρατα, ὥστε νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 25Ἰδού, σᾶς τὰ προεῖπα. 26Ἐὰν σᾶς ποῦν, «Νά, εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», μὴ πηγαίνετε, «Νά, εἶναι εἰς τὰ ἀπόμερα δωμάτια», μὴ πιστέψετε. 27Διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ φαίνεται ἕως τὴν δύσιν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔλευσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 28Ὅπου εἶναι τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν οἱ ἀετοί. 29Ἀμέσως δὲ ὕστερα ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ φωτίζῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ αἱ οὐράνιαι δυνάμεις θὰ σαλευθοῦν. 30Καὶ τότε θὰ φανῇ εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τότε θὰ θρηνήσουν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, καὶ θὰ ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ μὲ πολλὴν δύναμιν καὶ δόξαν. 31Καὶ θὰ στείλῃ τοὺς ἀγγέλους του μὲ μεγάλην σάλπιγγα καὶ θὰ συναθροίσουν τοὺς ἐκλεκτούς του ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἀνέμους, ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῶν οὐρανῶν ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον».
Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως
32«Ἀπὸ τὴν συκιὰ νὰ καταλάβετε τὴν παραβολήν. Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἁπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι πλησιάζει τὸ καλοκαίρι. 33Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἰδῆτε ὅλα αὐτά, νὰ γνωρίζετε ὅτι εἶναι πλησίον, εἰς τὴν πόρτα. 34Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτή, πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά. 35Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν. 36Διὰ τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν, κανεὶς δὲν ξέρει τίποτε οὔτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν παρὰ μόνον ὁ Πατέρας μου. 37Ὅπως ἦσαν αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 38Ὅπως, δηλαδή, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπανδρεύοντο ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ἐμπῆκε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν 39καὶ δὲν ὑπωπτεύοντο τίποτε ἕως ὅτου ἦλθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς ἅρπαξε ὅλους, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 40Τότε δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται. 41Δύο γυναῖκες θὰ ἀλέθουν εἰς τὸν μύλον, ἡ μία παραλαμβάνεται, ἡ ἄλλη ἀφήνεται. 42Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἄγρυπνοι, διότι δὲν ξέρετε ποιάν ὥραν ἔρχεται ὁ Κύριός σας. 43Ξέρετε ὅμως τοῦτο: ὅτι ἐὰν ἤξερε ὁ οἰκοδεσπότης ποιάν ὥρα τὴν νύχτα θὰ ἐρχότανε ὁ κλέφτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του. 44Διὰ τοῦτο καὶ σεῖς νὰ εἶσθε ἕτοιμοι, διότι τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένετε, θὰ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ παραβολὴ τοῦ φρονίμου καὶ τοῦ κακοῦ δούλου
45«Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος δοῦλος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριός του διώρισε ἐπιστάτην τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ φροντίζῃ νὰ τοὺς δίνῃ τροφὴν τὴν κατάλληλη ὥρα; 46Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριός του, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του. 47Ἀλήθεια σᾶς λέγω, θὰ τὸν διορίσῃ ἐπιστάτην εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 48Ἀλλ᾽ ἐὰν πῇ ὁ κακὸς ἐκεῖνος δοῦλος μέσα του, «Ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ ὁ κύριος», 49καὶ ἀρχίζῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς συνδούλους του, νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ μὲ μεθύσους, 50θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου τὴν ἡμέραν ποὺ δὲν περιμένει καὶ τὴν ὥραν ποὺ δὲν γνωρίζει 51καὶ θὰ τὸν σχίσῃ εἰς δύο καὶ θὰ τὸν βάλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ὑποκριτάς. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
Voafantina amin'izao fotoana izao:
:
Asongadina
Hizara
Dika mitovy
Tianao hovoatahiry amin'ireo fitaovana ampiasainao rehetra ve ireo nasongadina? Hisoratra na Hiditra