ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25
25
Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων
1«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ μοιάσῃ μὲ δέκα παρθένους, αἱ ὁποῖαι, ἀφοῦ ἐπῆραν τὶς λαμπάδες τους, ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησιν τοῦ νυμφίου. 2Πέντε ἀπὸ αὐτὲς ἦσαν μωραὶ καὶ πέντε φρόνιμοι. 3Αἱ μωραί, ὅταν ἐπῆραν τὶς λαμπάδες, δὲν ἐπῆραν μαζί τους λάδι. 4Αἱ φρόνιμοι ἐπῆραν λάδι εἰς τὰ δοχεῖα μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους. 5Ἐπειδὴ δὲ ὁ νυμφίος ἐβράδυνε, εἶχαν ὅλες νυστάξει καὶ ἐκοιμῶντο. 6Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως, ἀκούσθηκε φωνή, «Νά ὁ νυμφίος ἔρχεται, βγῆτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε». 7Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἑτοίμασαν τὶς λαμπάδες τους. 8Αἱ δὲ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους, «Δῶστέ μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι αἱ λαμπάδες μας σβήνουν». 9Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, «Ὑπάρχει φόβος μήπως δὲν φθάσῃ τὸ λάδι γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα εἰς τοὺς πωλητὰς καὶ ἀγοράστε διὰ τὸν ἑαυτόν σας». 10Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ νυμφίος καὶ ὅσες ἦσαν ἕτοιμες ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα. 11Κατόπιν ἔρχονται καὶ αἱ ἄλλαι παρθένοι καὶ ἔλεγαν «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας». 12Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω». 13Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων
14«Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 15Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως γιὰ ταξίδι. 16Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε. 17Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο. 18Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. 19Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ τοὺς ζητεῖ λογαριασμόν. 20Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα, προσῆλθε καὶ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε, «Κύριε, μοῦ παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα πέντε τάλαντα». 21Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 22Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα δύο τάλαντα». 23Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 24Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε, «Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες, 25καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου». 26Ὁ κύριός του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα. 27Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλῃς τὰ χρήματά μου εἰς τοὺς τραπεζίτας καὶ ἐγώ, ὅταν θὰ ἐπέστρεφα, θὰ τὰ ἔπαιρνα πίσω μὲ τόκον. 28Πάρτε ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα, 29διότι στὸν καθένα ποὺ ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσέψουν· ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ δὲν ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει. 30Καὶ τὸν ἄθλιον δοῦλον ρίξτε ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
Ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης κρίσεως
31«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του 32καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, 33καὶ θὰ τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του. 34Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. 35Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ᾽ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, 36γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ᾽ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ᾽ ἐμέ». 37Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ᾽ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ᾽ ἐποτίσαμε; 38Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ᾽ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ᾽ ἐνδύσαμε; 39Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ᾽ ἐσέ;». 40Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σ᾽ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε». 41Τότε θὰ πῇ καὶ σ᾽ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ᾽ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰωνία φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του, 42διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ᾽ ἐποτίσατε, 43ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ᾽ ἐπισκεφθήκατε». 44Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψᾷς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;». 45Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε». 46Καὶ αὐτοὶ θὰ μεταβοῦν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Voafantina amin'izao fotoana izao:
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25: NTV
Asongadina
Hizara
Dika mitovy
Tianao hovoatahiry amin'ireo fitaovana ampiasainao rehetra ve ireo nasongadina? Hisoratra na Hiditra
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25
25
Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων
1«Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ μοιάσῃ μὲ δέκα παρθένους, αἱ ὁποῖαι, ἀφοῦ ἐπῆραν τὶς λαμπάδες τους, ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησιν τοῦ νυμφίου. 2Πέντε ἀπὸ αὐτὲς ἦσαν μωραὶ καὶ πέντε φρόνιμοι. 3Αἱ μωραί, ὅταν ἐπῆραν τὶς λαμπάδες, δὲν ἐπῆραν μαζί τους λάδι. 4Αἱ φρόνιμοι ἐπῆραν λάδι εἰς τὰ δοχεῖα μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους. 5Ἐπειδὴ δὲ ὁ νυμφίος ἐβράδυνε, εἶχαν ὅλες νυστάξει καὶ ἐκοιμῶντο. 6Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως, ἀκούσθηκε φωνή, «Νά ὁ νυμφίος ἔρχεται, βγῆτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε». 7Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἑτοίμασαν τὶς λαμπάδες τους. 8Αἱ δὲ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους, «Δῶστέ μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι αἱ λαμπάδες μας σβήνουν». 9Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, «Ὑπάρχει φόβος μήπως δὲν φθάσῃ τὸ λάδι γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα εἰς τοὺς πωλητὰς καὶ ἀγοράστε διὰ τὸν ἑαυτόν σας». 10Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ νυμφίος καὶ ὅσες ἦσαν ἕτοιμες ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα. 11Κατόπιν ἔρχονται καὶ αἱ ἄλλαι παρθένοι καὶ ἔλεγαν «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας». 12Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω». 13Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων
14«Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 15Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως γιὰ ταξίδι. 16Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε. 17Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο. 18Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. 19Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ τοὺς ζητεῖ λογαριασμόν. 20Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα, προσῆλθε καὶ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε, «Κύριε, μοῦ παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα πέντε τάλαντα». 21Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 22Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα δύο τάλαντα». 23Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 24Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε, «Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες, 25καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου». 26Ὁ κύριός του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα. 27Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλῃς τὰ χρήματά μου εἰς τοὺς τραπεζίτας καὶ ἐγώ, ὅταν θὰ ἐπέστρεφα, θὰ τὰ ἔπαιρνα πίσω μὲ τόκον. 28Πάρτε ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα, 29διότι στὸν καθένα ποὺ ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσέψουν· ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ δὲν ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει. 30Καὶ τὸν ἄθλιον δοῦλον ρίξτε ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
Ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης κρίσεως
31«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του 32καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, 33καὶ θὰ τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του. 34Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. 35Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ᾽ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, 36γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ᾽ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ᾽ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ᾽ ἐμέ». 37Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ᾽ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ᾽ ἐποτίσαμε; 38Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ᾽ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ᾽ ἐνδύσαμε; 39Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ᾽ ἐσέ;». 40Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σ᾽ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε». 41Τότε θὰ πῇ καὶ σ᾽ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ᾽ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰωνία φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του, 42διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ᾽ ἐποτίσατε, 43ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ᾽ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ᾽ ἐπισκεφθήκατε». 44Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψᾷς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;». 45Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε». 46Καὶ αὐτοὶ θὰ μεταβοῦν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Voafantina amin'izao fotoana izao:
:
Asongadina
Hizara
Dika mitovy
Tianao hovoatahiry amin'ireo fitaovana ampiasainao rehetra ve ireo nasongadina? Hisoratra na Hiditra